pattern

Φαγητό, Ποτό και Σερβίρισμα Φαγητού - Eating

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το φαγητό όπως "dine", "chomp" και "deour".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Eating, Drinking, and Serving
to eat

to put food into the mouth, then chew and swallow it

τρώγω, φαγώ

τρώγω, φαγώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat"
to swallow

to cause food, drink, or another substance to pass from the mouth down into the stomach, using the muscles of the throat

καταπίνω, καταπίσω

καταπίνω, καταπίσω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swallow"
to have

to eat or drink something

έχω, τρώω

έχω, τρώω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
to consume

to eat or drink something

καταναλώνω, κατασπαταλώ

καταναλώνω, κατασπαταλώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consume"
to taste

to be able to recognize the flavor of something by eating or drinking it

δοκίμα, γεύομαι

δοκίμα, γεύομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to taste"
to touch

to lightly or minimally eat or taste a small portion of something

αγγίζω, δοκιμάζω

αγγίζω, δοκιμάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to touch"
to try

to test something by doing or using it to find out if it is suitable, useful, good, etc.

δοκιμάζω, προσπαθώ

δοκιμάζω, προσπαθώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try"
to take

to consume a drug, medication, or substance in a specified manner, such as swallowing, inhaling, or injecting

λαμβάνω, παίρνω

λαμβάνω, παίρνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
to ingest

to take food, drink, or another substance into the body by swallowing or absorbing it

καταναλώνω, εισπνέω

καταναλώνω, εισπνέω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ingest"
consumption

the act of eating, drinking, or utilizing edible items for sustenance or pleasure

κατανάλωση, χρήση

κατανάλωση, χρήση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumption"
to dine

to have dinner

δείπνω, τρώω δείπνο

δείπνω, τρώω δείπνο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dine"
to dine in

to have a meal, typically at home or in a specified location, rather than going out to eat at a restaurant

δείπνω στο σπίτι, τρώω μέσα

δείπνω στο σπίτι, τρώω μέσα

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dine in"
to dine out

to have dinner in a restaurant or at someone else's home

τρώω έξω, δείπνο σε εστιατόριο

τρώω έξω, δείπνο σε εστιατόριο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dine out"
to eat in

to have a meal at home, in contrast to eating at a restaurant or ordering takeout

τρώω στο σπίτι, τρώω εντός

τρώω στο σπίτι, τρώω εντός

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat in"
to eat out

to eat in a restaurant, etc. rather than at one's home

τρώω έξω, τρώω σε εστιατόριο

τρώω έξω, τρώω σε εστιατόριο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat out"
to fill up

to eat until one is completely satisfied

γεμίζω, χορταίνω

γεμίζω, χορταίνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fill up"
to finish

to complete the entire portion of a meal

τελειώνω, αποπερατώνω

τελειώνω, αποπερατώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to finish"
to get down

to successfully swallow or ingest food or drink

καταναλώνω, καταπίνω

καταναλώνω, καταπίνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get down"
to indulge

to allow oneself to do or have something that one enjoys, particularly something that might be bad for one

ενδώ, επιτρέπω στον εαυτό μου

ενδώ, επιτρέπω στον εαυτό μου

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to indulge"
to nosh

to eat snacks or light meals

τσιμπολογώ, κλέβω καμιά μπουκιά

τσιμπολογώ, κλέβω καμιά μπουκιά

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nosh"
to lunch

to eat lunch, particularly at a restaurant

γευματίζω, τρώω μεσημεριανό

γευματίζω, τρώω μεσημεριανό

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lunch"
to breakfast

to have a meal early in the morning

πρωινό, πρωινάζω

πρωινό, πρωινάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to breakfast"
to partake

to participate in consuming food

συμμετέχω (symmetecho), μετέχω (metecho)

συμμετέχω (symmetecho), μετέχω (metecho)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to partake"
to polish off

to finish eating something completely, often quickly or with enthusiasm

καταβροχθίζω, χτενίζω

καταβροχθίζω, χτενίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to polish off"
to sup

to consume a drink or liquid food

πίω, καταναλώνω

πίω, καταναλώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sup"
to bite

to cut into flesh, food, etc. using the teeth

δαγκώνω, τσιμπώ

δαγκώνω, τσιμπώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bite"
to bolt

to consume food quickly and without taking the time to chew it thoroughly

μπουκάρω, καταβροχθίζω

μπουκάρω, καταβροχθίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bolt"
bon appetit

used to wish someone a good appetite or enjoyable meal before they start eating

Καλή όρεξη!, Καλή σας όρεξη!

Καλή όρεξη!, Καλή σας όρεξη!

Google Translate
[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bon appetit"
to champ

to chew energetically or noisily

τηγανίζω, μάσηση

τηγανίζω, μάσηση

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to champ"
to choke down

to eat or swallow something with difficulty or reluctance

καταβροχθίζω, καταπίνω με δυσκολία

καταβροχθίζω, καταπίνω με δυσκολία

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to choke down"
to chomp

to chew or bite down on something with a strong, audible, and repeated motion

δαγκώνω, κατασπαράζω

δαγκώνω, κατασπαράζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chomp"
to chew

to bite and crush food into smaller pieces with the teeth to make it easier to swallow

μάσημα (másima), μυθολογώ (mythologó)

μάσημα (másima), μυθολογώ (mythologó)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chew"
to crunch

to crush or grind something loudly and noisily with the teeth

θρυμματίζω, σπαθίζω

θρυμματίζω, σπαθίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crunch"
to demolish

to eat something with a lot of enjoyment and finish it all

καταβρόχθισα, καταναλώ

καταβρόχθισα, καταναλώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to demolish"
to devour

to eat something eagerly and in large quantities, often implying intense hunger or enjoyment

κατασπαράσσω, καταβροχθίζω

κατασπαράσσω, καταβροχθίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to devour"
to diet

to eat small amounts or particular kinds of food, especially to lose weight

διαιτώμαι, κάνω δίαιτα

διαιτώμαι, κάνω δίαιτα

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to diet"
to dig in

to start eating with enthusiasm

καταβροχθίζω, ξεκινώ με όρεξη

καταβροχθίζω, ξεκινώ με όρεξη

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dig in"
to down

to rapidly and completely consume food

down (καταβροχθίζω), down (καταναλώνω)

down (καταβροχθίζω), down (καταναλώνω)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to down"
to eat up

to consume completely, especially in reference to food

καταναλώνω, φαίνομαι τελείως

καταναλώνω, φαίνομαι τελείως

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat up"
to gobble

to eat something quickly and greedily, often making loud and rapid swallowing sounds

καταβροχθίζω, χλαπακιάζω

καταβροχθίζω, χλαπακιάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gobble"
to gulp

to swallow quickly or greedily, often in one swift motion

καταπίνω, καταβροχθίζω

καταπίνω, καταβροχθίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gulp"
to guzzle

to drink something, especially an alcoholic beverage, enthusiastically, and in large quantities

καταπίνω, γλείφω

καταπίνω, γλείφω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guzzle"
to lick

to pass the tongue over a surface, typically to taste or eat something

γλείφω, γλύφω

γλείφω, γλύφω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lick"
to munch

to chew steadily or vigorously, often making a crunching sound

τσιμπολογάω (tsimpologáo), δαγκώνω (dágono)

τσιμπολογάω (tsimpologáo), δαγκώνω (dágono)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to munch"
to nibble

to eat small amounts of food often

τσιμπολογάω, καταναλώνω λιγάκι

τσιμπολογάω, καταναλώνω λιγάκι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nibble"
to peck at

to nibble or eat small amounts of food in a hesitant or cautious manner

τσιμπολογώ, δοκιμάζω

τσιμπολογώ, δοκιμάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to peck at"
to pick at

to eat only a small amount of food

τσιμπολόγησε, σκαλίζει

τσιμπολόγησε, σκαλίζει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick at"
to savor

to fully appreciate and enjoy the flavor or aroma of a food or drink as much as possible, particularly by slowly consuming it

γεύομαι, απολαμβάνω

γεύομαι, απολαμβάνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to savor"
to scarf

to eat or drink quickly or eagerly

σκαρφίζω, καταβροχθίζω

σκαρφίζω, καταβροχθίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scarf"
to snack

to eat a small amount of food between meals, typically as a quick and informal meal

τρώω σνακ, τσιμπολογάω

τρώω σνακ, τσιμπολογάω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to snack"
to spoon

to transfer or serve food using a spoon, typically involving scooping or lifting with kitchen tools

γουλιάζω, σερβίρω

γουλιάζω, σερβίρω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spoon"
to wolf

to eat something quickly and voraciously

καταβροχθίζω, εξαφανίζω

καταβροχθίζω, εξαφανίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wolf"
to feast

to eat and drink abundantly, often as part of a celebration or special occasion

γλεντώ (glentó), ιεροσυλώ (ierosyló)

γλεντώ (glentó), ιεροσυλώ (ierosyló)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feast"
to binge

to drink or eat excessively

καταναλώνω υπερβολικά, τρώνε ή πίνουν υπερβολικά

καταναλώνω υπερβολικά, τρώνε ή πίνουν υπερβολικά

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to binge"
to overeat

to eat excessively, especially to the point that makes one feel sick or uncomfortable

υπερφαγώ (yperfagó), καταναλώνω υπερβολικά (katanalóno ypervoliká)

υπερφαγώ (yperfagó), καταναλώνω υπερβολικά (katanalóno ypervoliká)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overeat"
to gorge

to eat greedily and in large quantities

καταβροχθίζω, φάω λαίμαργα

καταβροχθίζω, φάω λαίμαργα

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gorge"
to pack away

to consume a large quantity of food

καταναλώνω, τρώω πολύ

καταναλώνω, τρώω πολύ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pack away"
to pig

to eat a lot and quickly, often in a greedy or indulgent way

χορταίνω, καταβροχθίζω

χορταίνω, καταβροχθίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pig"
to slurp

to eat or drink noisily by inhaling a liquid or soft food, such as soup or noodles, often with a distinctive, impolite sound

αναπνέω με θόρυβο (όταν τρώω ή πίνω), τρώω ή πίνω με θόρυβο

αναπνέω με θόρυβο (όταν τρώω ή πίνω), τρώω ή πίνω με θόρυβο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slurp"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek