pattern

Σχέσεως Επίθετα - Επίθετα Δικαίου

Αυτά τα επίθετα σχετίζονται με το πεδίο του δικαίου, το οποίο περιλαμβάνει το σύστημα κανονισμών και αρχών που διέπουν τις κοινωνίες και ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Relational Adjectives
legislative

relating to the making and passing of laws by government bodies

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legislative"
judicial

belonging or appropriate for a court, a judge, or the administration of justice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judicial"
forensic

related to the use of scientific techniques when trying to know more about a crime

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forensic"
criminal

dealing with legal issues that involve actions considered crimes against the state or public

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criminal"
statutory

according to or allowed by law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "statutory"
disciplinary

relating to the enforcement of rules or the correction of behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disciplinary"
penal

relating to punishment, especially by law or regulation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penal"
procedural

relating to the process or procedures, especially those followed in legal or official matters

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "procedural"
legal

related to the law or the legal system

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legal"
illegal

forbidden by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illegal"
actionable

having enough reason to take someone to court over a legal matter

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actionable"
legit

approved or allowed by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legit"
legitimate

officially allowed or accepted according to the rules or laws that apply to a particular situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legitimate"
illegitimate

not allowed by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illegitimate"
rightful

authorized according to the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rightful"
punitive

intended to punish or discipline someone for wrongdoing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punitive"
lawful

relating or conformable to the law or its administration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lawful"
unlawful

not permitted by or conforming to the law or regulations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unlawful"
illicit

against the law, especially criminal law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illicit"
liable

legally held accountable for the cost of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liable"
accountable

responsible for one's actions and prepared to explain them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accountable"
permissible

allowed or acceptable according to established rules or standards

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permissible"
fiduciary

legally obligated to act in the best interests of another party, typically when managing their assets or affairs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiduciary"
defamatory

(of statements) intending to ruin someone's reputation with the use of unpleasant or false information

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defamatory"
binding

legally required to be followed and cannot be avoided

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "binding"
punishable

deserving of punishment under the law or established rules

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punishable"
litigious

related to legal actions, disputes, or the process of engaging in lawsuits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "litigious"
tortious

(of law) related to a wrong action that is not considered criminal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tortious"
impeachable

capable of being charged or accused of misconduct or wrongdoing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impeachable"
complicit

involved in a wrongful act either directly or indirectly, thus sharing responsibility or guilt for the wrongdoing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complicit"
prosecutable

capable of being legally pursued and subject to legal action

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prosecutable"
shell

referring to a company that is allegedly involved in or created for illegal activities, often used as a front or cover to conceal illicit operations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shell"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek