pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 5 - Μάθημα 44

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 5
fledgling

young or inexperienced, just beginning to develop or grow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fledgling"
cunning

able to achieve what one wants through sly or underhanded means

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cunning"
booming

characterized by growth, expansion, or prosperity in an industry, economy, or market

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "booming"
yielding

flexible or accommodating, often in response to pressure, circumstances, or demands

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yielding"
harrowing

extremely distressing or traumatic, causing intense emotional pain or suffering

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harrowing"
heartrending

causing intense sorrow or distress, often deeply affecting one's emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heartrending"
sterling

of excellent quality or high standard

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sterling"
painstaking

requiring a lot of effort and time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painstaking"
rugged

sturdily constructed and able to endure harsh treatment or challenging environments

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rugged"
demented

associated with severe cognitive decline, leading to memory loss, confusion, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demented"
elated

excited and happy because something has happened or is going to happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elated"
pied

multicolored, variegated, or spotted with different colors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pied"
gnarled

having a rough, knotted texture, often with twisted or lumpy shapes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gnarled"
impassioned

filled with intense emotion, fervor, or enthusiasm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impassioned"
veiled

concealed, hidden, or obscured from view, often implying a degree of mystery or secrecy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "veiled"
speckled

covered with small, distinct spots or marks, often irregularly distributed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speckled"
serrated

having a series of sharp, pointed projections along the edge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "serrated"
concerted

carried out jointly by multiple individuals or groups

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concerted"
brindled

streaked or mottled with different shades of color, often resembling a tiger's stripes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brindled"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek