pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 5 - Μάθημα 50

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 5
insistent

demanding or persistent in a forceful or urgent manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insistent"
deponent

an individual who provides written or oral testimony under oath, typically in a legal context

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deponent"
refulgent

shining brightly, radiant, or reflective of light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refulgent"
iridescent

exhibiting a shimmering, rainbow-like play of colors, typically due to refraction of light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iridescent"
confident

having a strong belief in one's abilities or qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confident"
sapient

possessing wisdom, intelligence, or discernment, capable of rational thought and understanding

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sapient"
component

an element or part that creates a larger whole when with the other elements or parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "component"
ebullient

having or displaying enthusiasm, happiness, and liveliness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ebullient"
truculent

ill-tempered and ready to start an argument or fight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "truculent"
reticent

Unwilling to attract notice to oneself

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reticent"
percipient

quickly and effortlessly noticing things and understanding them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "percipient"
prurient

having or encouraging an excessive interest in sexual matters

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prurient"
bashful

shy or timid, especially in social situations, often accompanied by a reluctance to draw attention to oneself

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bashful"
bountiful

existing in large amounts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bountiful"
fitful

occurring intermittently, with irregular starts and stops, often lacking continuity or consistency

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fitful"
wistful

expressing longing or yearning tinged with sadness or melancholy, often for something unattainable or lost

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wistful"
tardy

failing to be on time or meet a scheduled deadline

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tardy"
pithy

effectively conveying a message or idea with brevity and clarity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pithy"
sprightly

(typically of an elderly) lively and full of energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sprightly"
lofty

(of a mountain, building, etc.) very tall and outstanding

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lofty"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek