pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 5 - Μάθημα 12

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 5
to conquer

to overcome a challenge or obstacle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conquer"
to hinder

to create obstacles or difficulties that prevent progress, movement, or success

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hinder"
esquire

a British title placed in front of the name of a person with no titles out of respect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "esquire"
to meander

(of a river, trail, etc.) to follow along a curvy or indirect path

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to meander"
to cower

to curl up or lower your head in fear as a result of shock

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cower"
to totter

to stumble or tremble while walking

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to totter"
to engender

to produce or bring forth offspring through the process of reproduction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to engender"
to jeer

to mockingly laugh or shout at someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jeer"
to forswear

to formally break an oath or lie under oath

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forswear"
to canter

to make a horse move in a three-beat stride

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to canter"
to sunder

to forcefully break or separate something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sunder"
to empower

to give someone the power or authorization to do something particular

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to empower"
to confer

to give an official degree, title, right, etc. to someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confer"
to titter

to laugh quietly in a restrained or nervous manner, often with short, high-pitched sounds

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to titter"
to deter

to stop something from happening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deter"
to endanger

to expose someone or something to potential harm or risk

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to endanger"
to filibuster

(in a legislature) to prevent imposing the required procedures by making long speeches

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to filibuster"
to bicker

to argue over unimportant things in an ongoing and repetitive way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bicker"
to quaver

to speak or sing in a vibratory or shaky sound, especially when nervous

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quaver"
to falter

to pause hesitantly when moving

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to falter"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek