pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Βιολογία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη βιολογία, όπως «ένζυμο», «μικρόβιο», «έμβρυο» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
anatomy

the branch of science that is concerned with the physical structure of humans, animals, or plants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anatomy"
chromosome

a very small threadlike structure in a living organism that carries the genes and genetic information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chromosome"
X chromosome

a sex chromosome, two of which exist in female cells and only one in male cells

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "X chromosome"
Y chromosome

a sex chromosome, which is normally present only in male cells

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Y chromosome"
enzyme

a substance that all living organisms produce that brings about a chemical reaction without being altered itself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enzyme"
antigen

any foreign substance in the body that can trigger a response from the immune system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antigen"
microbe

a very small living organism that cannot be seen without a microscope and can cause a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microbe"
to incubate

to retain something such as eggs or bacteria in a favorable condition to help them develop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incubate"
fetus

an offspring of a human or animal that is not born yet, particularly a human aged more than eight weeks after conception

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fetus"
embryo

an unhatched or unborn offspring in the process of development, especially a human offspring roughly from the second to the eighth week after fertilization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embryo"
to ovulate

(of a female animal or human) to produce an ovum from the ovary

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ovulate"
to mutate

to experience genetic changes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mutate"
mutant

a living organism that is different from its kind because of a genetic change

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mutant"
lymph

a colorless liquid consisting of white blood cells that helps to prevent infections from spreading

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lymph"
stem cell

(biology) a basic type of cell in a multicellular organism, which develops into different kinds of cells with different functions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stem cell"
membrane

a thin sheet of tissue that separates or covers the inner parts of an organism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "membrane"
lipid

any of a class of organic substances that do not dissolve in water that include many natural oils, waxes, and steroids

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lipid"
amino acid

any organic compound that creates the basic structure of proteins

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amino acid"
neuron

a cell that is responsible for transmitting nerve impulses between the brain and the rest of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neuron"
neurotransmitter

a chemical substance that transmits messages from a neuron to another one or to a muscle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neurotransmitter"
mitochondrion

an organelle that is abundantly present in most cells and is responsible for energy production

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mitochondrion"
anaerobic

not needing free oxygen to function

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anaerobic"
cortisol

a steroid hormone that the body produces and is used in medicine to help cure skin diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cortisol"
testosterone

a hormone related to gender that is produced by male body to develop typical male features

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "testosterone"
insulin

a hormone that is responsible for controlling the level of glucose in the blood, the lack of which can cause diabetes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insulin"
to secrete

(of a cell, gland, or organ) to produce and release a liquid substance in the body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to secrete"
RNA

(biochemistry) a chemical substance that carries the information from DNA to control the cellular protein biosynthesis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "RNA"
receptor

a sense organ or nerve ending that can respond to external stimuli and is able to transmit data to the central nervous system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receptor"
genome

the complete set of genetic material of any living thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genome"
dominant

(of genes) causing a person to inherit a particular physical feature, even if it is only present in one parent's genome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dominant"
genetic code

the ordering of nucleotides in DNA molecules that carries the genetic information in living cells

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genetic code"
stimulus

something that triggers a reaction in various areas like psychology or physiology

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stimulus"
estrogen

a hormone primarily responsible for female reproductive development and regulation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "estrogen"
hybrid

an animal or plant with parents that belong to different breeds or varieties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hybrid"
clone

a cell or a group of cells created through a natural or artificial process from a source that they are genetically identical to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clone"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek