pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 16 - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 16 - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως "ιδιαίτερα", "συμπαθώ", "τακτοποίηση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
to notice

to pay attention and become aware of a particular thing or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to notice"
finally

after a long time, usually when there has been some difficulty

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finally"
sympathetic

showing care and understanding toward other people, especially when they are not feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sympathetic"
per

for one person or thing

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "per"
particular

unique and distinctive among others that are of the same general classification

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "particular"
quickly

with a lot of speed

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quickly"
issue

problems or difficulties that arise, especially in relation to a service or facility, which require resolution or attention

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "issue"
in fact

used to introduce a statement that provides additional information or emphasizes the truth or reality of a situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in fact"
percent

in or for every one hundred, shown by the symbol (%)

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "percent"
generally

in a way that is true in most cases

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generally"
common

regular and without any exceptional features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "common"
detail

a small fact or piece of information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detail"
specific

related to or involving only one certain thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specific"
medical

related to medicine, treating illnesses, and health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medical"
to share

to possess or use something with someone else at the same time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to share"
accident

an unexpected and unpleasant event that happens by chance, usually causing damage or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accident"
to slip

to pass or escape unnoticed or undetected

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slip"
to hurt

to cause injury or physical pain to yourself or someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurt"
to sympathize

to support and approve of something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sympathize"
however

used to add a statement that contradicts what was just mentioned

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "however"
injury

any physical damage to a part of the body caused by an accident or attack

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injury"
arrangement

a mutual understanding or agreement established between people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrangement"
employer

a person or organization that hires and pays individuals for a variety of jobs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "employer"
illness

the state of being physically or mentally sick

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illness"
traffic jam

a large number of bikes, cars, buses, etc. that are waiting in lines behind each other which move very slowly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traffic jam"
absence

the state of not being at a place or with a person when it is expected of one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "absence"
to delay

to arrive later than expected or planned

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to delay"
due to

as a result of a specific cause or reason

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "due to"
whether

used to talk about a doubt or choice when facing two options

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whether"
regardless

with no attention to the thing mentioned

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regardless"
minimum

having the least or smallest amount possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minimum"
advance

progress or improvement in a particular area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advance"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek