pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Αρχιτεκτονική

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την αρχιτεκτονική, όπως "erect", "renovate", "lumber" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
architecture

the study or art of building and designing houses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "architecture"
architectural

relating to the study or art of constructing or designing a building

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "architectural"
cement

a gray powdery substance that becomes hard if it is mixed with water and sand, used for construction purposes such as sticking bricks of a wall together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cement"
lumber

wood that has been cut into specific pieces to be used for building purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lumber"
mortar

a substance that is a mixture of sand, cement, and water, used for fixing bricks and stones in a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mortar"
plaster

a material with a soft texture that is a combination of sand, water, and lime which is used to cover walls and ceilings to smooth their surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plaster"
beam

a long bar of iron or metal that supports the weight of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beam"
scaffolding

a structure consisting of metal poles with wooden planks on them that are put against a building so that workers can climb it or stand on it while constructing the building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scaffolding"
to reinforce

to strengthen a substance or structure, particularly by adding extra material to it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reinforce"
to renovate

to make a building or a place look good again by repairing or painting it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to renovate"
foundation

a hard layer of cement, stone, etc. that serves as the underground support of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foundation"
to erect

to build or assemble a structure or object in an upright position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to erect"
blueprint

a detailed plan or design, typically technical or architectural, that outlines the dimensions, materials, and specifications for construction or production

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blueprint"
to crumble

(of a building) to fall apart

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crumble"
to demolish

to completely destroy or to knock down a building or another structure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to demolish"
wrecking ball

a heavy metal ball hanging from a crane that is struck against a building to destroy it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrecking ball"
bulldozer

a large, powerful vehicle with a wide steel blade at its front that is used to destroy buildings or move earth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bulldozer"
facade

the front of a building, particularly one that is large and has an elegant appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "facade"
masonry

the skilled trade or craft of working with stone, bricks, or other masonry materials to construct buildings, walls, or other structures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "masonry"
arch

a curved symmetrical structure that supports the weight above it, used in bridges or buildings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arch"
penthouse

an apartment on top of a tall building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penthouse"
dome

a building's roof that is rounded

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dome"
chamber

a private room that is mostly used as bedroom

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chamber"
terrace

a flat paved area, particularly one next to a building or restaurant, where people can sit, eat, relax, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrace"
cabana

a hut, shelter, or cabin, usually at a swimming pool or beach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cabana"
gazebo

a small roofed building with open sides, usually in a garden

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gazebo"
condominium

any of the apartments in a condominium

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condominium"
arcade

an arch-covered passage along the side of a group of buildings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arcade"
auditorium

a large building or hall where people are gathered to attend a concert, public speech, play, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auditorium"
amphitheater

an open building that is round or oval in shape and has a space in the middle surrounded by several seats, originated in ancient Roman and Greek architecture used for public entertainments such as sports or drama

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amphitheater"
high-rise

(of buildings) having many floors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-rise"
Gothic

(architecture) used to describe the building style prevalent in Western Europe in the 12th-16th centuries, whose characteristics are high ceilings, tall pillars, pointed windows and arches that are mostly made of stone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Gothic"
Baroque

of characteristics of a highly ornate and detailed style in European art, architecture, or music from the 17th to early 18th century

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Baroque"
colonial

reflecting the architectural or decorative style that was common in America during the 18th century, particularly the period it was under British rule

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colonial"
Victorian

denoting or relating to Queen Victoria or her reign from 1837 to 1901

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Victorian"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek