pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Φυσική και Χημεία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη φυσική και τη χημεία, όπως «κενό», «αλκάλι», «ιόν» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
vacuum

a space that is utterly empty of all matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacuum"
to bond

(chemistry) to merge or be merged by a chemical bond

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bond"
composition

the different elements that form something or the arrangement of these elements

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "composition"
to distill

to heat a liquid and turn it into gas then cool it and make it liquid again in order to purify it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to distill"
to compress

to press two things together or be pressed together to become smaller

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compress"
dark matter

(physics) an invisible substance that makes up most of the universe's mass, detectable only through its gravitational effects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark matter"
antimatter

(physics) matter consisting of elementary particles that are the antiparticles of those of regular matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antimatter"
catalyst

(chemistry) a substance that causes a chemical reaction to happen at a faster rate without undergoing any chemical change itself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catalyst"
to accelerate

to increase the velocity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accelerate"
alkali

any substance with a pH of more than seven that neutralizes acids creating salt and water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alkali"
solvent

a liquid that is capable of dissolving another substance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solvent"
ammonia

a gas with a strong smell that dissolves in water to give a strongly alkaline solution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ammonia"
charcoal

a hard black substance consisting of an amorphous form of carbon which is made by slowly burning wood and is used as fuel or for drawing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charcoal"
charged

having an electric charge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charged"
conductor

a substance that permits electricity to pass through or along it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conductor"
crystal

a substance of small size and equal sides, formed naturally when turns to solid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crystal"
ion

a particle with a net electric charge due to loss or gain of one or more electrons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ion"
electromagnetic

referring to the combined interaction of electric and magnetic fields, often associated with waves or radiation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electromagnetic"
nuclear fission

the process or action of splitting a nucleus into two or more parts resulting in the release of a significant amount of energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nuclear fission"
nuclear fusion

(physics) the reaction in which two nuclei join together and produce energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nuclear fusion"
to evaporate

to become gas or vapor from liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evaporate"
aluminum

a light silver-gray metal used primarily for making cooking equipment and aircraft parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aluminum"
alloy

a combination of two or more metals, creating a metal that is usually stronger or more resistant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alloy"
copper

a metallic chemical element that has a red-brown color, primarily used as a conductor in wiring

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "copper"
magnetic

(physics) possessing the attribute of attracting metal objects such as iron or steel

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnetic"
friction

the resistance that two surfaces moving on each other encounter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friction"
corrosion

the gradual destruction of materials by chemical reaction, usually of metals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corrosion"
mass

(physics) the property of matter that gives it weight in a gravitational field and is a measure of its inertia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mass"
density

(physics) the degree to which a substance is compacted, measured by dividing its mass by its volume

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "density"
velocity

the speed at which something moves in a specific direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "velocity"
lead

a heavy soft metal, used in making bullets, in plumbing and roofing, especially in the past

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lead"
graphite

a soft, black, and highly conductive material made up of carbon atoms that is commonly used in pencils and as a lubricant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graphite"
mercury

a heavy silver-colored and poisonous metal that has a liquid state in the ordinary temperature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mercury"
nickel

a chemical element and a silver-white metal used in making alloys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nickel"
plasma

a gas with nearly no electrical charge that exists in the sun and other stars

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plasma"
uranium

a heavy radioactive metallic element used in producing nuclear energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uranium"
radioactive

containing or relating to a dangerous form of energy produced by nuclear reactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radioactive"
thermal

related to heat or temperature, including how heat moves, how materials expand with temperature changes, and the energy stored in heat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thermal"
static

remaining still, with no change in position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "static"
synthetic

produced artificially, typically based on its natural version

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "synthetic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek