pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το GRE - Περιγραφή της εμφάνισης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την εμφάνιση, όπως "stocky", "corpulent", "allure" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for the GRE
upright

(of a person) standing or sitting with a straight back

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upright"
to hunch

to bend the upper side of the body forward and make a rounded back

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hunch"
deft

having quick and skillful movements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deft"
languidly

slowly and without much energy, sometimes in an attractive way

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "languidly"
nimble

quick and light in movement or action

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nimble"
lumbering

moving slowly or in an awkward way because of being heavy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lumbering"
ungainly

moving in a way that is awkward and not smooth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ungainly"
to slouch

to sit, walk, or stand lazily with a downward head and rounded shoulders

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slouch"
lithe

slender, flexible, and graceful in movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lithe"
supple

flexible and able to move smoothly and gracefully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supple"
erect

straight, with an upright position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "erect"
sullen

bad-tempered, gloomy, and usually silent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sullen"
to wince

to show a facial expression that signifies shame or pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wince"
to sneer

to smile or speak in a way that suggests mockery or disrespect toward someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sneer"
to beam

to smile joyfully in an obvious way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beam"
to squint

to look with eyes half-opened when hit by light, or as a sign of suspicion, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squint"
countenance

someone's face or facial expression

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "countenance"
complexion

the natural color and appearance of someone's skin, especially the face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complexion"
to grimace

to twist our face in an ugly way because of pain, strong dislike, etc., or when trying to be funny

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grimace"
to grin

to smile widely in a way that displays the teeth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grin"
to smirk

to give a half-smile, often displaying satisfaction, superiority, or amusement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smirk"
to blush

to become red in the face, especially as a result of shyness or shame

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blush"
to glower

to look or stare at someone angrily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to glower"
stout

(of a person) slightly fat and heavy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stout"
petite

(of a woman) small in an attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petite"
stocky

(especially of a man) having a short but quite solid figure with thick muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stocky"
brawny

(of a person) physically strong with well-developed muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brawny"
corpulent

excessively overweight or obese

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corpulent"
plump

(of a person) having a pleasantly rounded and slightly full-bodied appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plump"
sinewy

having a lean and muscular physique, characterized by strength and agility

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sinewy"
allure

the quality of attracting someone by being fascinating and glamorous

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allure"
curvaceous

(of a woman) having large breasts, wide hips and a narrow waist

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curvaceous"
luscious

sexually attractive and very seductive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luscious"
dowdy

(of a woman) unfashionable, unattractive, or lacking in style and elegance, often due to outdated clothing choices or a conservative appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dowdy"
ravishing

extremely attractive and pleasing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ravishing"
rugged

(usually of a man's face) having attractive, strong features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rugged"
scruffy

(of a man's face) not having been shaved for a long time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scruffy"
voluptuous

(of a woman's body) curvy and attractive with full breasts and wide hips

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voluptuous"
swarthy

having a naturally dark face or complexion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swarthy"
blemish

a mark or spot on something or someone's skin that spoils the appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blemish"
callus

an area of skin that has turned hard and rough by being constantly exposed to friction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "callus"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek