pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το GRE - Τα χρήματα δεν φυτρώνουν στα δέντρα!

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα οικονομικά, όπως «audit», «undercut», «subsidy» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for the GRE
audit

a formal inspection of a business's financial records to see if they are correct and accurate or not

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "audit"
bankroll

the total amount of money a person or business has for spending or investing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bankroll"
bankruptcy

a situation in which a person or business is unable to pay due debts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bankruptcy"
voucher

a digital code or a printed piece of paper that can be used instead of money when making a purchase or used to receive a discount

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voucher"
to undercut

to demand a lower price than one's rivals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to undercut"
treasury

the funds and resources that a country or organization controls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treasury"
tax evasion

the illegal acts done to pay less tax than what is owed or to avoid paying taxes altogether

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tax evasion"
taxation

the system by which a government collects money from citizens and businesses to fund public services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxation"
tariff

a tax paid on goods imported or exported

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tariff"
subsidy

an amount of money that a government or organization pays to lower the costs of producing goods or providing services so that prices do not increase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subsidy"
stagflation

an economic situation with persistent high inflation and a high unemployment rate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stagflation"
collateral

a loan guarantee that may be taken away if the loan is not repaid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collateral"
contingency

the funds that are set aside for unforeseen expenses that may arise in the future

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contingency"
cryptocurrency

a digital or virtual form of currency secured by cryptography

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cryptocurrency"
depression

a time of little economic activity and high unemployment, which lasts for a long time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depression"
equity

the money one owns in a property after paying back any money one borrowed to buy it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equity"
face value

the obvious meaning or worth of something, without looking deeper

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face value"
fiscal

relating to government revenue or public money, especially taxes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiscal"
fluctuation

the irregular or unpredictable variation in something over time, characterized by alternating changes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluctuation"
incentive

a payment or concession to encourage someone to do something specific

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incentive"
liquidity

financial assets in the form of money or able to be easily converted into money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liquidity"
monetarism

the theory or policy of controlling the amount of money in circulation as the preferred method of stabilizing the economy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monetarism"
overdraft

a deficit in a bank account caused by withdrawing more money than is available

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overdraft"
to quote

to estimate how much money something will cost

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quote"
commodity

(economics) an unprocessed material that can be traded in different exchanges or marketplaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commodity"
conglomerate

a corporation formed by merging different firms or businesses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conglomerate"
dividend

an amount of money paid regularly to the shareholders of a company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dividend"
proprietor

the owner of a property or business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proprietor"
subsidiary

a business company controlled or owned by a holding or parent company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subsidiary"
venture

a business activity that is mostly very risky

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "venture"
artisan

a skilled craftsperson who creates objects partly or entirely by hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artisan"
labor-intensive

related to a line of work that requires large groups of workers to be able to function

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "labor-intensive"
menial

(of work) not requiring special skills, often considered unimportant and poorly paid

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "menial"
painstaking

requiring a lot of effort and time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painstaking"
sabbatical

a paid leave from work, often taken every seven years, for study or personal growth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sabbatical"
taxing

demanding or requiring a considerable amount of effort and energy to deal with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxing"
tedious

boring and repetitive, often causing frustration or weariness due to a lack of variety or interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tedious"
minute

a written record summarizing the proceedings and decisions made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minute"
hectic

extremely busy and chaotic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hectic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek