pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το GRE - Διαφωνία & Συμφωνία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη σύγκρουση, όπως "breach", "complaisance", "retract" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for the GRE
concession

something that is done, allowed, or allowed to have in order to put an end to a disagreement; the act of giving or allowing this

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concession"
acquiescence

willingness to accept something or do what others want without question

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acquiescence"
treaty

an official agreement between two or more governments or states

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treaty"
consensus

an agreement reached by all members of a group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consensus"
inducement

something given to someone in order to persuade or encourage them to do something particular

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inducement"
concord

agreement and peace between people or a group of countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concord"
abrogation

the act of officially abolishing or ending a law, agreement, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abrogation"
capitulation

the act of not resisting something anymore and agreeing to it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capitulation"
breach

an act that violates an agreement, law, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breach"
collusion

secret agreement particularly made to deceive people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collusion"
convention

a formal agreement between countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convention"
arbitration

the process in which a person is officially appointed to act as a judge and settle an argument

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arbitration"
intercession

the action of talking to someone so that they help settle an argument or show kindness to someone else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intercession"
intermediary

an organization or someone who helps others to reach an agreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intermediary"
complaisance

willingness to do what makes others pleased and accept their opinions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complaisance"
bargaining chip

anything that gives an advantage to a person or group when trying to reach an agreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bargaining chip"
concordat

a formal agreement, particularly one between a certain country and the Roman Catholic Church

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concordat"
exhortation

a verbal expression that features urging or encouraging someone to go after something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhortation"
intervention

the involvement in a difficult situation in order to improve it or prevent it from getting worse

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intervention"
ratification

the act of validating an agreement by signing it or voting for it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ratification"
to yield

to stop fighting something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yield"
to sway

to encourage someone to do or believe something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sway"
to retract

to draw back from what was said publicly before; often by force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retract"
to rupture

to cause an agreement or relation to be breached

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rupture"
settlement

an official agreement that puts an end to a dispute

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "settlement"
to reconcile

to make a person become friendly again with another after ending a disagreement or dispute

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reconcile"
to renege

to act against an agreement, promise, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to renege"
to nullify

to legally invalidate an agreement, decision, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nullify"
to realign

to change one's opinions, beliefs, etc. to be like those of another person or group

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to realign"
submissively

in a manner that displays obedience

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "submissively"
coaxing

persuasive in a gentle manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coaxing"
concordant

following an agreement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concordant"
to prevail on

to persuade and convince a person to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prevail on"
uncontentious

unlikely to cause an argument

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncontentious"
to concede

to reluctantly admit that something is true after denying it first

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concede"
to compromise

to come to an agreement after a dispute by reducing demands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compromise"
to covenant

to legally agree or to promise to do or give something to someone, particularly to make regular payments to a person or organization

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to covenant"
countenance

a confirmation that is clearly expressed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "countenance"
to defer to

to accept or agree to follow someone's decision, opinion, or authority, often out of respect or recognition of their expertise or position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defer to"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek