pattern

Εργασία και Χρήματα - Πληρωμή & Αγορά

Ανακαλύψτε πώς οι αγγλικοί ιδιωματισμοί όπως "foot the bill" και "out of pocket" σχετίζονται με την πληρωμή και τις αγορές στα αγγλικά.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English idioms related to Work & Money
to pay through the nose for something

to pay an unreasonably high price for something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [pay] through the nose for {sth}"
out of pocket

used for saying that a cost is paid by a person themselves instead of an organization or fund

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "out of pocket"
at one's expense

used to say who has paid for something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at {one's} expense"
to foot the bill

to accept the financial burden or responsibility for a certain project, service, or event, and pay for it

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [foot] the bill"
on the hook for something

used to say that someone has to pay for something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on the hook for {sth}"
to pay one's (own) way

to pay for one's expenses and not need financial support from others

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [pay] {one's} (own|) [way]"
going rate

the price that is presently usual for a product or service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "going rate"
nothing down

not needing to pay anything upfront or to make a deposit

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nothing down"
to pick up the bill for something

to pay the expense of something, usually instead of someone else

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [pick] up the (bill|check|tab) for {sth}"
to go Dutch

(of two or more people) to pay one's own share of the costs

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go] Dutch"
to go halves

to pay half of the expenses each

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go] halves"
to buy a lemon

to purchase an item, typically a product or object, that is defective, unsatisfactory, or of little value or use

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [buy] a lemon"
window shopping

the activity of just looking at the goods in the windows of stores without going inside and buying something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "window shopping"
to offer one's hen for sale on a rainy day

to try to sell something when the conditions are not favorable

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [offer] {one's} [hen] for sale on a rainy day"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek