pattern

Κίνδυνος - Θάνατος

Εξερευνήστε αγγλικούς ιδιωματισμούς που σχετίζονται με τον θάνατο, όπως "bite the dust" και "one foot in the grave".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English idioms related to Danger
to bite the dust

to die or no longer exist

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [bite] the dust"
to kick the bucket

to die, used humorously

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [kick] the bucket"
(as) dead as a dodo

(of a person, animal, or plant) certainly not alive or in existence any longer

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(as|) dead as a dodo"
(as) dead as a doornail

dead without a doubt

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(as|) dead as a (doornail|herring)"
(as) dead as mutton

undoubtedly no longer alive or in existence

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(as|) dead as mutton"
to buy the farm

to cease to be alive

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [buy] the farm"
to die in harness

to die before a person retires from their job

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [die] in harness"
to give up the ghost

to stop living

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [give] up the ghost"
one foot in the grave

the state of being close to death due to old age or a fatal sickness

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "one foot in the grave"
to lay somebody to rest

to put the body of a person who has died in a tomb or grave during a funeral

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [lay] {sb} to rest"
to meet one's Maker

to die, used in a humorous way

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [meet] {one's} Maker"
to put one's affairs in order

to complete one's unfinished business, such as clearing debts, etc., especially because one is about to die

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [put] {one's} affairs in order"
get one's ticket punched

to lose one's life

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "get {one's} ticket punched"
to be done for

to be in a very dangerous situation that one may face death at any moment

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] done for"
at death's door

used to describe someone who is about to die

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at death's door"
to live on borrowed time

to be expected to die soon because of a serious illness, terrible accident, etc.

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [live] on borrowed time"
to drop like flies

(of a large number of people or animals) to die or get sick rapidly

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [drop|fall|die] like flies"
to cash in one's chips

to die, often after a long life or struggle

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [cash] in {one's} chips"
to pop one's clogs

to stop being alive

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [pop] {one's} clogs"
to be pushing up (the) daisies

to no longer be alive

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] pushing up (the|) daisies"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek