pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 20

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
epistle

any of the letters in the New Testament, written by the apostles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epistle"
epistolary

(literature) relating to a form of work that uses letters or written documents as the primary mode of communication among fictional characters

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epistolary"
epistemology

the branch of philosophy in which knowledge is studied

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epistemology"
antechamber

a small room or space that serves as an entrance or waiting area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antechamber"
to antedate

to exist before something else in time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to antedate"
to antecede

to happen or come before something else in a sequence, order, or arrangement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to antecede"
antediluvian

extremely old, primitive, or outdated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antediluvian"
antemeridian

referring to the hours between midnight and noon

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antemeridian"
antenatal

relating to or occurring in the period of time before birth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antenatal"
anterior

belonging to the front part of the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anterior"
anteroom

a small room or space positioned before a larger or more significant room

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anteroom"
to loathe

to dislike something or someone very much, often with a sense of disgust

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to loathe"
loath

unwilling to do something due to a lack of will, motivation, or consent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loath"
irrefutable

so clear or convincing that it cannot be reasonably disputed or denied

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irrefutable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek