pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 40

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
inarticulate

(of people) unable to express oneself clearly or easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inarticulate"
inaudible

unable to be heard

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inaudible"
inapt

done or said inappropriately in a particular situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inapt"
inauspicious

marked by ill omens or signs, especially of future misfortune or failure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inauspicious"
incessant

happening or continuing without interruption or stopping

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incessant"
indomitable

impossible to be conquered or overcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indomitable"
virulent

extremely venomous and effective

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virulent"
virulence

the harmfulness and the high contamination rate of a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virulence"
pamphlet

a small book with a paper cover giving information about a particular subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pamphlet"
pamphleteer

someone who writes pamphlets, especially one who promotes partisan views on political issues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pamphleteer"
ample

more than enough to meet the needs or exceed expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ample"
amplitude

(physics) the maximum distance a vibrating material, sound wave, etc. such as a pendulum travels from its first position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amplitude"
amply

to an excessive degree or in an extreme manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amply"
to disclaim

to state publicly that one takes no responsibility for something or has no knowledge of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disclaim"
to disclose

to make something known to someone or the public, particularly when it was a secret at first

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disclose"
to discolor

to become less attractive or vibrant in color

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discolor"
to disconnect

to break the connection between people, objects, devices etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disconnect"
surreptitious

doing something secretly in an attempt to avoid notice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surreptitious"
surreptitiously

in a secretive manner to avoid drawing attention

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surreptitiously"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek