pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 31

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
guile

the use of tricks, tactics, or intentionally misleading behaviors aimed at deceiving others for self-interested purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guile"
guileless

straightforward in conduct and communication, without hidden motives or manipulation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guileless"
peaceable

favorably inclined toward peace over aggression

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peaceable"
peaceful

free from conflict, violence, or disorder

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peaceful"
hardhearted

lacking compassion and sympathy for others' suffering

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardhearted"
hardihood

the strength and determination to withstand difficulties, especially challenging conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardihood"
hardy

having a strong and well-built physique

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardy"
definite

expressed with clarity and precision, leaving no doubt as to the meaning or intention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definite"
definitive

settling an issue authoritatively and leaving no room for further doubt or debate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definitive"
to inure

to accustom someone to tolerate something undesirable or unacceptable through prolonged, frequent exposure over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inure"
inured

accustomed to something undesirable or unpleasant through prolonged exposure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inured"
mordant

(of a substance) capable of chemically treating other materials so as to corrode or set colors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mordant"
mordacious

(of animals) tending to bite or sting as a means of defense, feeding, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mordacious"
eminent

physically taller or higher than others around in a way that draws notice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eminent"
eminence

a significantly high level of status or influence within a particular field

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eminence"
rote

mechanical learning by repetition and frequent recall rather than meaningful understanding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rote"
rotary

referring to something that revolves around an axis or a central point, such as a wheel

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rotary"
rotund

rounded from end to end without points or flat sides

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rotund"
to deport

to force a foreigner to leave a country, usually because they have broken the law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deport"
deportment

dignified and respectful behavior, especially a display of etiquette during social interactions or in public settings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deportment"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek