pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 2

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
faun

a legendary forest god or spirit that is part human and part goat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "faun"
fauna

the animals of a particular geological period or region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fauna"
lethargic

having no energy or interest in doing anything

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lethargic"
lethargy

a state of unusual sleepiness or absence of alertness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lethargy"
unconscionable

excessively unreasonable or unfair and therefore unacceptable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unconscionable"
subconscious

the part of the mind that is not currently in focused awareness, but still influences thoughts, feelings, and behavior, often through automatic or involuntary processes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subconscious"
peerage

the members of a country's nobility as a class

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peerage"
peerless

incapable of being compared to others of its kind because its far better than any other

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peerless"
antagonism

(biochemistry) interaction between two or more substances where one of them stops or reduces the effect of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antagonism"
antagonistic

showing that one actively dislikes or disagrees with something or someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antagonistic"
fallacious

intended to make someone believe something that is not correct or true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fallacious"
fallacy

a false idea or belief based on invalid arguments, often one that many people think is true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fallacy"
fallible

likely to be wrong or mistaken

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fallible"
syllabic

relating to or based on a part of a word that consists of a vowel with or without a consonant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "syllabic"
syllabication

the act of dividing words into syllables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "syllabication"
decasyllable

a line or verse that is made of ten syllables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decasyllable"
disyllable

a word that is made of two syllables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disyllable"
debility

physical weakness that is caused by a disease or aging

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debility"
to debilitate

to make someone or something weaker or less effective

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to debilitate"
debilitative

causing a decrease in physical or mental strength

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debilitative"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek