pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 28

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
to conform

to adjust oneself in order to align with new or different circumstances or expectations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conform"
conformable

willing to go along with group behaviors, standards, or popular opinions rather than standing apart

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conformable"
conformance

the act of following or obeying the rules of something particular

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conformance"
conformation

the structure and positioning of all the physical components that make up an organism or object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conformation"
conformist

a person who goes along with majority opinions, religious norms, and cultural conventions without critical questioning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conformist"
conformity

the act of adhering to established norms, protocols, and standardized behaviors within a social system or institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conformity"
indefensible

(of theories) lacking a sustainable evidentiary or rational basis against challenges to its validity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indefensible"
indefinite

not precisely or clearly defined, stated, or known

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indefinite"
indelible

impossible to remove or erase, leaving a lasting or permanent effect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indelible"
permanence

the quality or state of existing across extended periods unchanged in essence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permanence"
permanent

continuing to exist all the time, without significant changes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permanent"
fission

(chemistry) the splitting of a heavy and unstable atomic nucleus into lighter parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fission"
fissure

(in geology) a narrow break or crack that partially divides a rock or surface without completely separating it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fissure"
solubility

the ability to dissolve in a liquid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solubility"
soluble

(of a substance) able to break up and disperse within a fluid

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soluble"
solvent

a liquid that is capable of dissolving another substance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solvent"
to juggle

to continuously toss and catch multiple objects, such as balls or clubs skillfully without dropping them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to juggle"
jugglery

an entertaining performance or act that involves tossing and catching of props like balls, clubs, or knives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jugglery"
disparate

not sharing any form of similarity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disparate"
disparity

a noticeable and often significant difference or inequality between two or more things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disparity"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek