pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 42

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
dilettante

a person who has an interest in a particular subject but lacks determination or knowledge on the matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dilettante"
diligence

persistent effort or attention towards a task or goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diligence"
diligent

consistently putting in the necessary time and energy to achieve one's goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diligent"
energetic

active and full of energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "energetic"
to enervate

to cause someone to lose physical or mental energy or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enervate"
to enfeeble

to cause someone or something to lose strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enfeeble"
vainglory

too much pride in one's abilities or achievements

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vainglory"
vainglorious

showing excessive pride in one's abilities or accomplishments

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vainglorious"
recession

a hard time in a country's economy characterized by a reduction in employment, production, and trade

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recession"
recessive

(of a gene or trait) showing its specific appearance only when an individual inherits it from both parents

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recessive"
to assess

to form a judgment on the quality, worth, nature, ability or importance of something, someone, or a situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assess"
assessor

an expert who calculates the value of something to impose tax on it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assessor"
impersonal

not related to any individual

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impersonal"
to impersonate

to pretend to be another person by imitating the way they look and behave in order to fool others

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to impersonate"
to displace

to make someone leave their home by force, particularly because of an unpleasant event

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to displace"
disposition

the inherent qualities that one is normally characterized by

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disposition"
to dispossess

to take away someone's ownership of a property

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dispossess"
impasse

a difficult situation where progress is not possible because the people involved are unable to come to an agreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impasse"
impassable

(of a path) not possible to travel across or through

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impassable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek