pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 5

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
to discountenance

to clearly show disapproval, which can discourage others from a particular action or behavior

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discountenance"
to discourse

to talk about something confidently, suggesting that one is well informed about it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discourse"
discourteous

having no manners or respect for others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discourteous"
to discover

to reveal something to the public, especially a secret

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discover"
to discredit

to make someone or something be no longer respected

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discredit"
to collate

to compare different pieces of information and examine them to find their differences

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to collate"
collateral

situated alongside something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collateral"
proletarian

relating to a member of the working class

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proletarian"
proletariat

the class of people who do physical labor as a job, especially in factories or industries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proletariat"
to gyrate

to turn or move in a spiral motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gyrate"
gyroscope

a device that maintains its orientation regardless of movement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gyroscope"
boor

an insensitive and uneducated person who lacks culture and manners

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boor"
boorish

having rude or disrespectful manners

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boorish"
exorbitance

a behavior or an action that goes beyond what is considered reasonable, appropriate, or customary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exorbitance"
exorbitant

exceeding the reasonable or accepted boundaries

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exorbitant"
mystification

the act of confusing people by making things complicated to understand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mystification"
mystique

an aura of power or mystery around something or someone that makes them seem more interesting or special

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mystique"
to expedite

to speed up or facilitate the progress of an action or task

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expedite"
expeditious

done very quickly without wasting time or resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expeditious"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek