pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 15

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
susceptible

easily affected by external factors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "susceptible"
susceptibility

the tendency or capacity to be easily affected or influenced by something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "susceptibility"
to venture

to undertake a risky or daring journey or course of action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to venture"
to regress

to move back to an earlier pattern of behavior that was problematic, or immature

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to regress"
regression

a return to a previous or earlier stage of development, behavior, or condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regression"
prig

an individual who behaves in an excessively moralistic manner, often displaying an attitude of superiority toward others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prig"
priggish

excessively concerned with following rules, morals, and social norms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "priggish"
illicit

not morally or socially acceptable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illicit"
illiterate

lacking the ability to read and write in any language

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illiterate"
antithesis

the direct opposite or contrasting counterpart to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antithesis"
antitoxin

an antibody that can neutralize a specific toxin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antitoxin"
luscious

sexually attractive and very seductive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luscious"
lustrous

having an outstanding level of excellence achieved through dedicated effort and achievement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lustrous"
to luxuriate

(of plants and animals) to grow and spread out very well in favorable conditions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to luxuriate"
luxurious

extremely comfortable, elegant, and often made with high-quality materials or features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luxurious"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek