pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 26

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
equable

maintaining an even emotional state without becoming too heated or agitated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equable"
to equalize

to make evenly balanced, especially by adjusting uneven weights, volumes, distributions, or amounts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to equalize"
equanimity

the ability to maintain one's emotional balance and composure regardless of external circumstances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equanimity"
equilibrium

an evenness, fairness, or proportional sharing among multiple parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equilibrium"
equipoise

a state of balance or equal distribution of opposing factors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equipoise"
equitable

ensuring fairness and impartiality, so everyone gets what they rightfully deserve

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equitable"
equity

the money one owns in a property after paying back any money one borrowed to buy it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equity"
equivalent

having the same meaning, quality, value, etc. as a different person or thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equivalent"
to refer

to send someone to a doctor, specialist, etc. for help, advice, or a decision

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refer"
referable

capable of being reasonably attributed, or traced to another through reference or connection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "referable"
ire

an intense emotional state of anger felt toward someone or something that severely offended, irritated, or provoked the person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ire"
irate

reactively angry, almost to the point of temporarily losing self-control due to feelings of intense rage or fury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irate"
irascible

known for expressing anger readily in interactions with others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irascible"
blithe

acting in a careless way without much thought about consequences

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blithe"
blithesome

marked by unrestrained joy, excitement, or cheerfulness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blithesome"
hackneyed

(of phrases, words, ideas, etc.) used so much that it has lost its effect, interest, or originality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hackneyed"
notoriety

the state of having a widespread negative reputation due to a bad or disapproving behavior or characteristic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notoriety"
notorious

widely known for something negative or unfavorable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notorious"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek