pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 18

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
viol

an early string instrument similar to a violin, typically featuring six strings and played with a bow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viol"
viola

a string instrument that is slightly larger than a violin, tuned a fifth lower and producing deeper sounds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viola"
to nullify

to counteract or neutralize the intended or anticipated effect of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nullify"
nullity

the condition or status of lacking legal validity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nullity"
anomaly

something that deviates from what is considered normal, expected, or standard

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anomaly"
anomalous

not consistent with what is considered to be expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anomalous"
frivolity

a playful or carefree attitude and a tendency to prioritize amusement or entertainment over more serious matters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frivolity"
frivolous

having a lack of depth or concern for serious matters

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frivolous"
ostensible

appearing or stated to be true or real, but potentially deceptive or misleading

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ostensible"
ostentatious

displaying wealth, luxury, or importance to attract attention or impress others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ostentatious"
to excel

to demonstrate exceptional skill, achievement, or proficiency in a particular activity, subject, or field

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to excel"
excellence

the quality of being extremely good in a particular field or activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excellence"
utopia

an imaginary state or location where everything is perfect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "utopia"
utopian

referring to a vision of an ideal society, where everything is flawless or nearly perfect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "utopian"
to ponder

to give careful thought to something, its various aspects, implications, or possibilities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ponder"
ponderous

displaying a sense of slowness or lack of agility due to real or perceived weight or massiveness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ponderous"
baton

a slender stick used by a conductor while leading an orchestra

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baton"
battalion

a military unit composed of a varying number of companies or platoons, typically commanded by a lieutenant colonel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battalion"
foreign

referring to interactions, relations, or affairs with other nations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreign"
foreigner

a person who lives in a country where they are not a citizen or permanent resident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreigner"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek