pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 39

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
marine

related to the sea and the different life forms that exist there

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marine"
maritime

related to navigation on sea, ships, sailors, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maritime"
contumacious

intentionally disrespectful to authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contumacious"
contumacy

(law) resistance to comply with a court order

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contumacy"
contumelious

treating somebody rudely in order to belittle them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contumelious"
contumely

hurtful language toward an individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contumely"
neolithic

related to the latest part of the Stone Age when humans used stones as tools and weapons

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neolithic"
neologism

the process of inventing a word

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neologism"
neology

the action of inventing a new meaning for an existing word or phrase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neology"
neonate

a recently born organism, especially a newborn baby or an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neonate"
neophyte

a new inexperienced participant in any activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neophyte"
rhetoric

the study of the rules and different methods of using language in a way that is effective

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rhetoric"
rhetorician

a person who through speech persuades and influences people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rhetorician"
to annihilate

to destroy someone or something completely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to annihilate"
to annul

to officially cancel a marriage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to annul"
annunciation

the action of stating something publicly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annunciation"
to defile

to stain something or someplace that usually is considered holy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defile"
to defraud

to illegally obtain money or property from someone by tricking them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defraud"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek