pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 4

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
lactation

the action of feeding babies from the breast

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lactation"
lactic

relating to or derived from milk

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lactic"
momentary

lasting for only a short period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "momentary"
momentous

highly significant or impactful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "momentous"
momentum

the force or energy that propels a process, idea, or endeavor, enabling it to continue moving, progressing, or gaining strength

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "momentum"
omnipotent

possessing ultimate power or authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "omnipotent"
omnipresent

present or existing everywhere

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "omnipresent"
omniscient

having unlimited knowledge about everything

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "omniscient"
omnivorous

eating both animals and plants

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "omnivorous"
Unitarian

a person who believes that God is a singular divine being rather than a Trinity of Father, Son, and Holy Spirit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Unitarian"
univocal

having only a single unmistakable meaning or interpretation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "univocal"
unilateral

(of an action) taken by only one side or group involved in a situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unilateral"
antiquary

a person who collects, studies, and preserves old and rare books, and other historical objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antiquary"
to antiquate

to give an old look to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to antiquate"
antique

old and often considered valuable due to its age, craftsmanship, or historical significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antique"
to dissemble

to conceal one's true emotions, beliefs, or intentions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dissemble"
to disseminate

to spread information, ideas, or knowledge to a wide audience

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disseminate"
dissemination

the action of spreading information or news

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissemination"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek