pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 17

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
cataclysm

a sudden or disastrous event that destroys or changes a whole region or system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cataclysm"
catalyst

a person, thing, or event that provokes or accelerates change or activity by introducing new perspectives or actions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catalyst"
catapult

a large weapon that was used in ancient times to throw stones or other objects with great force

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catapult"
cataract

a large waterfall where water rushes forcefully over a height

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cataract"
sphericity

the degree of roundness exhibited by a three-dimensional object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sphericity"
spheroid

(geometry) a round 3D shape like a ball that is slightly flattened at the top and bottom points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spheroid"
spherometer

a measuring tool used to determine the roundness of a curved surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spherometer"
emigrant

someone who moves from one country to another with the intention of settling there permanently

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emigrant"
to emigrate

to leave one's own country in order to live in a foreign country

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emigrate"
to perturb

to disturb or unsettle someone, causing them to feel worried or uneasy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perturb"
perturbation

a disruption or disturbance of a normal state of mind or emotions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perturbation"
to baste

to temporarily stitch two pieces of fabric together with long, loose stitches that can later be easily removed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to baste"
bastion

a fortified structure extending from a wall, typically angled, for defensive purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bastion"
prodigal

someone who spends or uses resources recklessly or wastefully

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prodigal"
prodigious

impressively great in amount or degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prodigious"
prodigy

a remarkable example of a particular quality, skill, or achievement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prodigy"
lawgiver

an individual, often a leader or authority figure, who possesses the power to create laws, particularly not directly elected by the people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lawgiver"
lawmaker

someone who can write or approve a law as a member of a legislative body, usually elected by people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lawmaker"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek