EL
Πίνακας Κατάταξης
Λειτουργία νυχτερινής λήψης
pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 47

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
to condone
[ρήμα]

to accept or forgive something that is commonly believed to be wrong

επιδοκιμάζω, συγχωρώ

επιδοκιμάζω, συγχωρώ

Ex: Failing to confront or address discriminatory remarks within a community may unintentionally condone such behavior .Η αποτυχία αντιμετώπισης ή αντιμετώπισης διακριτικών παρατηρήσεων σε μια κοινότητα μπορεί άθελά της να **συγχωρήσει** τέτοια συμπεριφορά.
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
condolence
[ουσιαστικό]

an expression of compassion toward an individual who has lost someone in their life recently

συλλυπητήρια, συμπάθεια

συλλυπητήρια, συμπάθεια

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
to blunder
[ρήμα]

to commit an embarrassing and serious mistake out of carelessness or stupidity

κάνω γκάφα, κάνω σοβαρό λάθος

κάνω γκάφα, κάνω σοβαρό λάθος

Ex: I hope I do n't blunder in my speech and mix up important details .Ελπίζω να μην κάνω **γκάφα** στην ομιλία μου και να μπερδέψω σημαντικές λεπτομέρειες.
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
blunderbuss
[ουσιαστικό]

an old type of gun with a short tube and a wide mouth

ένας παλιός τύπος πιστολιού με σύντομο σωλήνα και ένα ευρύ στόμιο, μπλαντερμπους

ένας παλιός τύπος πιστολιού με σύντομο σωλήνα και ένα ευρύ στόμιο, μπλαντερμπους

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
to lacerate
[ρήμα]

to tear the skin or flesh, causing deep and often irregular wounds

σκίζω, διασπώ

σκίζω, διασπώ

Ex: The barbed wire fence has the potential to lacerate anyone attempting to climb over .Το συρματόπλεγμα έχει τη δυνατότητα να **σκίσει** όποιον προσπαθήσει να το σκαρφαλώσει.
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
laceration
[ουσιαστικό]

the action of cutting or tearing skin or flesh

σκίσιμο,  τομή

σκίσιμο, τομή

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
judgment
[ουσιαστικό]

the process of evaluating a person, object, or event and coming to a conclusion

κρίση, αξιολόγηση

κρίση, αξιολόγηση

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
judicature
[ουσιαστικό]

the action of carrying out the law and justice

δικαιοσύνη, δράση της εφαρμογής του νόμου και της δικαιοσύνης

δικαιοσύνη, δράση της εφαρμογής του νόμου και της δικαιοσύνης

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
judicial
[επίθετο]

ordered or issued by a court of law

δικαστικός, νομικός

δικαστικός, νομικός

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
judicious
[επίθετο]

applying good judgment and sense, especially in making decisions

συνετός, φρόνιμος

συνετός, φρόνιμος

Ex: His judicious investments helped him build a secure financial future .Οι **συνετές** επενδύσεις του τον βοήθησαν να χτίσει ένα ασφαλές οικονομικό μέλλον.
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
persona
[ουσιαστικό]

a fictional character in a book, play, etc.

πρόσωπο

πρόσωπο

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
personable
[επίθετο]

(of a person) having a charming personality and appearance

φιλικός, γοητευτικός

φιλικός, γοητευτικός

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
personage
[ουσιαστικό]

a fictional character, especially one who plays a significant role in a story or narrative

πρόσωπο, χαρακτήρας

πρόσωπο, χαρακτήρας

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
personal
[επίθετο]

only relating or belonging to one person

προσωπικός, ατομικός

προσωπικός, ατομικός

Ex: The artist 's studio was filled with personal artwork and creative projects .Το στούντιο του καλλιτέχνη ήταν γεμάτο με **προσωπικά** έργα τέχνης και δημιουργικά projects.
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
personnel
[ουσιαστικό]

a group of people who work in an organization or serve in any branch of the military

προσωπικό, υπάλληλοι

προσωπικό, υπάλληλοι

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
carcass
[ουσιαστικό]

an animal's dead body, particularly one about to be food for other animals or humans

κουφάρι, σκελετός

κουφάρι, σκελετός

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
carnage
[ουσιαστικό]

the merciless killing of people in large numbers

σφαγή, καταστροφή

σφαγή, καταστροφή

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
carnal
[επίθετο]

related to the bodily desires and pleasures

σαρκικός, αισθησιακός

σαρκικός, αισθησιακός

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Δεξιότητες Λέξεων SAT 2
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek