pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 22

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
flora

(botany) an individual plant or plant species

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flora"
floral

resembling or reminding one of flowers through visual patterns, designs, or impressions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floral"
to assail

to launch a vigorous or violent attack on someone or something, either physically or verbally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assail"
assailant

an individual who initiates an attack on someone else, employing various means such as physical violence, verbal aggression, or other forms of assault

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assailant"
destitute

lacking various essential needs that are important for well-being or function

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "destitute"
destitution

a state where basic human needs cannot be met due to a lack of resources and access to necessities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "destitution"
stoic

not displaying emotions and not complaining, especially in difficult and painful situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stoic"
stoicism

the quality of enduring hardship or pain without displaying emotion or complaint

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stoicism"
lingo

language, words, or expressions that are particular to a certain profession, trade, or group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lingo"
lingua

the anatomical organ in the mouth that is involved in tasting, swallowing, and speech

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lingua"
lingual

related to language, speech, or linguistic elements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lingual"
contemporaneous

belonging to the same time period

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contemporaneous"
contemporary

having a modern or current style or design, often reflecting up-to-date trends

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contemporary"
vitriol

criticism or comments that are severely cruel and hurtful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vitriol"
vitriolic

(of a substance) highly acidic or corrosive in nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vitriolic"
extempore

without prior preparation or practice

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extempore"
extemporaneous

expressed or occurring on the spot without preparation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extemporaneous"
to intermit

to stop for a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to intermit"
intermittent

repeatedly starting and stopping, in short, irregular intervals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intermittent"
intermittency

the quality of occurring with irregular pauses in activity or occurrence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intermittency"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek