pattern

Ρήματα Κίνησης - Ρήματα για κίνηση προς κάτι

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην κίνηση προς κάτι όπως «επιστρέφω», «προχωρώ» και «ακολουθώ».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Movement
to come

to move toward a location that the speaker considers to be close or relevant to them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come"
to return

to go or come back to a person or place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to return"
to arrive

to reach a location, particularly as an end to a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrive"
to come along

to go someplace with another person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come along"
to roll in

to arrive at a location, often late or unexpectedly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to roll in"
to enter

to come or go into a place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enter"
to reach

to get to your planned destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reach"
to get in

to arrive at home or at the place where one works

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get in"
to immigrate

to come to a foreign country and live there permanently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to immigrate"
to come back

to return to a person or place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come back"
to get back

to return to a place, state, or condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get back"
to advance

to move ahead or proceed forward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to advance"
to progress

to move in a forward direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to progress"
to come at

to suddenly move toward someone to threaten them or physically attack them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come at"
to access

to reach or to be able to reach and enter a place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to access"
to head

to move toward a particular direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to head"
to approach

to go close or closer to something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approach"
to near

to approach or move in the direction of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to near"
to converge

move or draw together at a certain location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to converge"
to follow

to move or travel behind someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to follow"
to tail

to follow or pursue closely with the aim of catching or observing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tail"
to chase

to follow a person or thing and see where they go, often for the purpose of catching them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chase"
to pursue

to go after someone or something, particularly to catch them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pursue"
to shadow

to secretly track or follow someone, typically without their awareness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shadow"
to come after

to follow or chase someone, often with the intent of catching or reaching them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come after"
to go after

to pursue or try to catch someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go after"
to get after

to pursue or follow someone persistently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get after"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek