pattern

Ρήματα Κίνησης - Ρήματα για πλοήγηση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην πλοήγηση, όπως "stray", "head off" και "reroute".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Movement
to map

to create or make a map to visually depict geographical features

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to map"
to chart

to create a visual representation that illustrates the features and details of a specific region

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chart"
to plot

to mark or indicate a route, position, or specific points on a map

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plot"
to navigate

to choose the direction of and guide a vehicle, ship, etc., especially by using a map

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to navigate"
to orient

to determine or adjust the direction of an object or oneself in relation to specific directions or reference points

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to orient"
to reroute

to change the originally planned path or direction of something, especially in transportation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reroute"
to disorient

to cause someone to lose their sense of direction, leading to confusion or a feeling of being lost

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disorient"
to divert

to change direction or take a different course

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to divert"
to stray

to wander off or deviate from the intended or established path

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stray"
to deviate

to cause something to depart from an established course

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deviate"
to diverge

to move apart and continue in another direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to diverge"
to deflect

to change direction or turn aside, typically as a result of encountering an obstacle or external force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deflect"
to head off

to block someone or something's path in order to redirect them or prevent them from proceeding in a particular direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to head off"
to veer

to abruptly turn to a different direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to veer"
to swerve

to change direction suddenly, often to avoid something or someone in the way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swerve"
to sheer

to move with a sudden and rapid change in direction, turning away from the current path or trajectory

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sheer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek