pattern

Ρήματα Κίνησης - Ρήματα για τη μεταφορά εμπορευμάτων

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στη μεταφορά αγαθών όπως "carry", "ship" και "load".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Movement
to overload

to load or burden something with a weight or quantity that exceeds its capacity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overload"
to load up

to fill or place a significant amount of weight or quantity onto something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to load up"
to lade

to load or put cargo on board a ship

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lade"
to haul

to transport goods or materials in a lorry or cart

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to haul"
to carry

to hold someone or something and take them from one place to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry"
to lug

to transport or haul something heavy or cumbersome with effort

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lug"
to bring along

to take someone or something to a place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring along"
to bear

to move or transport a weight by providing physical support

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bear"
to support

to hold a person or thing in position or prevent them from falling

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to support"
to burden

to place a heavy load or weight on something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burden"
to shoulder

to carry or bear a heavy object by placing it over one's shoulder

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shoulder"
to transfer

to make a person or thing move from a place, situation, or person to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transfer"
to transplant

to uproot or relocate someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transplant"
to transport

to take people, goods, etc. from one place to another using a vehicle, ship, or aircraft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transport"
to transmit

to send or convey something from one person or place to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transmit"
to convey

to move or transfer something from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convey"
to route

to send or direct something along a specified course or path

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to route"
to ship

to send goods or individuals from one place to another using some form of transportation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ship"
to ferry

to transport or convey people, vehicles, or goods from one place to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ferry"
to truck

to transport or convey goods by truck or a similar vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to truck"
to rail

to transport or move items using a railway system

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rail"
to wheel

to move or push something on wheels

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wheel"
to cart

to convey or move goods using a wheeled vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cart"
to freight

to convey or transport cargo on a large scale

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to freight"
to airfreight

to transport goods or cargo by air, typically via aircraft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to airfreight"
to load

to fill or pack a space with the specified items

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to load"
to unload

to empty a vehicle or container by taking out the cargo or contents

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unload"
to shuttle

to convey or move people or items back and forth between locations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shuttle"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek