pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 6 - Μάθημα 15

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 6
crepuscular

relating to or resembling twilight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crepuscular"
ocular

pertaining to or relating to the eyes or vision

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ocular"
polar

characterized by extreme opposition or contrast

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polar"
stellar

important or exceptional, as if it were as impressive as the stars in the sky

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stellar"
unicellular

consisting of a single cell, performing all necessary functions within that one cell

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unicellular"
callow

being young and behaving in a manner that displays one's inexperience or immaturity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "callow"
sallow

yellowish, sickly, or lacking in healthy color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sallow"
celibate

refraining from participating in sexual relations or marriage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "celibate"
inveterate

habitual, firmly established, and unlikely to change

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inveterate"
penultimate

second to last in a sequence or series

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penultimate"
trite

(mainly of ideas, opinions, or remarks) used so often that it no longer has the same effect, interest, or originality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trite"
decrepit

lacking vitality and strength or showing signs of extreme age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decrepit"
elite

associated with superior status, privilege, or excellence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elite"
finite

having measurable limits or boundaries

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finite"
licit

legally and officially authorized or approved by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "licit"
replete

containing an abundance of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "replete"
determinate

fixed, settled, or definite, without possibility of change or uncertainty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "determinate"
ornate

elaborately decorated or adorned with intricate details

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ornate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek