pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 6 - Μάθημα 12

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 6
feminine

related to qualities, characteristics, or behaviors typically associated with women

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feminine"
canine

connected with or resembling a member of the dog family, also known as canid

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "canine"
supine

lying on the back with the face upward

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supine"
leonine

resembling or characteristic of a lion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leonine"
asinine

acting in a foolish or unintelligent manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asinine"
clandestine

carried out secretly or with concealment to avoid detection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clandestine"
routine

occurring or done as a usual part of a process or job

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "routine"
pristine

perfectly clean or spotless, devoid of any dirt, marks, or impurities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pristine"
bovine

relating to or characteristic of cows or cattle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bovine"
saline

containing or relating to salt

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saline"
agile

able to move quickly and easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agile"
docile

calm, submissive, and cooperative, making one easy to control or direct

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "docile"
ductile

capable of being molded or shaped without breaking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ductile"
febrile

having the symptoms of a fever, such as high temperature, sweating, shivering, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "febrile"
futile

unable to result in success or anything useful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "futile"
juvenile

relating to young people who have not reached adulthood yet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "juvenile"
puerile

relating, characteristic of, or suitable for a child

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "puerile"
senile

related to or affected by old age, typically implying a decline in mental faculties and physical abilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senile"
tactile

relating to the sense of touch or the ability to perceive objects by touch

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tactile"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek