pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 6 - Μάθημα 9

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 6
winsome

charming, sweet, or appealing in an innocent way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "winsome"
frolicsome

characterized by playful, lively, and joyous behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frolicsome"
toilsome

involving hard work, labor, or effort, often leading to exhaustion or fatigue

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toilsome"
cumbersome

challenging to manage or move due to size, weight, or awkward shape

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cumbersome"
tiresome

causing fatigue, boredom, or annoyance due to its repetitiveness or lack of interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tiresome"
meddlesome

interfering in the affairs of others without invitation or necessity, often causing annoyance or disruption

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meddlesome"
fulsome

excessive or insincere, typically referring to praise, compliments, or expressions of affection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fulsome"
lissome

agile, graceful, and slender in movement or appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lissome"
quarrelsome

arguing a lot

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quarrelsome"
wearisome

causing fatigue, boredom, or irritation due to being repetitive or tiresome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wearisome"
feckless

of no determination, competence, or strength

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feckless"
graceless

moving in a way that is not attractive or smooth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graceless"
listless

lacking energy, enthusiasm, or interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "listless"
shiftless

showing no ambition and disinterested in achieving success

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shiftless"
hapless

unfortunate or unlucky, often experiencing difficulty or misfortune

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hapless"
hindmost

located furthest back or last in position, often in a group or sequence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hindmost"
uppermost

situated at the highest level or closest to the top compared to other elements around

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uppermost"
utmost

signifying the highest degree, level, or extent of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "utmost"
foremost

having the leading or primary position in terms of significance, importance, or rank

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foremost"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek