pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 6 - Μάθημα 1

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 6
marquee

a large tent used for outdoor events or performances, typically featuring a high peaked roof and often serving as a temporary venue

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marquee"
matinee

a musical or dramatic performance that takes place in daytime, especially in the afternoon

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matinee"
assignee

(law) a person or entity to whom property, rights, or obligations are transferred or delegated by another party through a legal assignment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assignee"
conferee

an individual who participates in a conference or meeting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conferee"
consignee

the recipient of goods or merchandise that have been shipped or transported

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consignee"
perigee

the point in the orbit of a celestial body, such as a satellite or moon, where it is closest to the Earth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perigee"
negligee

a loose, flowing garment, typically made of a light, sheer fabric such as silk or chiffon, that is worn by women as a nightgown or a dressing gown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "negligee"
melee

a fight that is noisy, confusing, and involves many people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "melee"
levee

a place on a river where boats dock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "levee"
pedigree

the recorded ancestry or lineage of individuals, typically in the context of their descendants tracing back to a common ancestor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedigree"
repartee

quick, witty, and clever conversation or exchange of remarks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repartee"
vicissitude

the unpredictable changes or fluctuations in circumstances, often involving alternating periods of success and adversity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vicissitude"
aptitude

natural talent or ability in a particular skill or area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aptitude"
desuetude

the state of disuse or neglect, often resulting in the abandonment or cessation of a practice, custom, or law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desuetude"
platitude

a statement or advice that is no longer effective or interesting because it has been repeated over and over again

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "platitude"
certitude

the feeling of complete certainty

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "certitude"
altitude

the distance between an object or point and sea level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "altitude"
pulchritude

physical beauty or attractiveness, often characterized by aesthetically pleasing features, especially that of a woman

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pulchritude"
prelude

a short section of a musical performance such as a fugue, opera, suite, etc. that introduces the main theme or subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prelude"
lassitude

a feeling characterized by a lack of interest, enthusiasm, or energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lassitude"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek