pattern

Χερσαία Μεταφορά - Αυτοκινητοβιομηχανία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την αυτοκινητοβιομηχανία, όπως "γραμμή συναρμολόγησης", "αυτοματοποιός" και "φανοποιείο".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
marque

a brand of a product, particularly a car

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marque"
make

the manufacturer or brand of a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "make"
automaker

a company that manufactures automobiles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "automaker"
car manufacturer

a business that produces cars in large quantities by using machinery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car manufacturer"
body shop

a section of a factory where vehicle bodies are assembled and welded together before progressing through the production line

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body shop"
assembly line

a production process where a product is put together in a step-by-step manner by different people or machines, each responsible for a specific task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assembly line"
production line

a series of workers and machines in a factory where a succession of identical items is progressively assembled

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "production line"
to weld

to join two or more pieces of metal together using heat and pressure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to weld"
showroom

a commercial space or facility where products or services are displayed or demonstrated to potential customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "showroom"
test drive

an opportunity to drive a vehicle to evaluate its performance before purchase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "test drive"
dealership

a business authorized to sell and service vehicles from specific automakers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dealership"
dealer

a person or business that buys and sells vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dealer"
aftermarket

the business of selling parts or accessories for vehicles after they have been bought

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aftermarket"
kit car

a type of vehicle that is built from components or parts that are assembled by the buyer rather than being pre-assembled by a manufacturer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kit car"
destination charge

a fee that covers the cost of transporting a new vehicle from the factory to the dealership

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "destination charge"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek