pattern

Χερσαία Μεταφορά - Προσωπικό Σιδηροδρόμων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το προσωπικό του σιδηροδρόμου, όπως "conductor", "porter" και "station agent".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
conductor

a person responsible for collecting fares and assisting passengers on public transportation such as buses, trains, or trams

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conductor"
trainman

a member of a train crew responsible for assisting with various tasks aboard the train

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trainman"
signaler

a person responsible for operating signals and ensuring safe movement of trains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "signaler"
signalman

a person who operates and maintains signal equipment along railway lines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "signalman"
porter

someone whose job is carrying people's baggage, particularly at airports, hotels, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "porter"
redcap

a porter at a railway station who assists passengers with luggage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "redcap"
station agent

an employee responsible for managing operations and assisting passengers at a railway station

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "station agent"
wheeltapper

a railway worker responsible for checking the condition of train wheels using a special hammer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheeltapper"
switchman

a railroad employee responsible for operating switches to direct trains onto different tracks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "switchman"
trainmaster

a railroad employee responsible for overseeing the operations of a specific train or group of trains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trainmaster"
train dispatcher

a person responsible for controlling train movements and schedules

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "train dispatcher"
fireman

a worker who was in charge of keeping the fire burning in the steam engine of steam locomotives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fireman"
yardmaster

a railroad employee responsible for managing operations within a railroad yard

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yardmaster"
carman

a person who drives and operates a railway train

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carman"
signal maintainer

a person who ensures that train signals are functioning properly and safely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "signal maintainer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek