pattern

Χερσαία Μεταφορά - Ανταλλακτικά τρένων και ατμομηχανών

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με εξαρτήματα αμαξοστοιχίας και ατμομηχανής, όπως "cowcatcher", "boiler" και "firebox".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
builder's plate

a metal or plastic plaque that displays important information about a piece of machinery or equipment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "builder's plate"
cowcatcher

a device mounted at the front of a locomotive to clear obstacles from the tracks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cowcatcher"
air brake

a device on a vehicle that uses compressed air to slow down or stop its motion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "air brake"
vacuum brake

a braking system that uses suction to apply brakes, commonly found in older railway systems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacuum brake"
emergency brake

a safety device used to stop the train quickly in urgent situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emergency brake"
reverser handle

a lever used to control the direction of movement of the train's engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reverser handle"
boiler

a closed vessel in which water is heated to create steam or hot water, used for heating buildings, producing electricity, or powering machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boiler"
coal pusher

a mechanical device used to automatically feed coal into a furnace or boiler to sustain continuous operation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coal pusher"
feedwater heater

a device used in power plants to preheat water before it enters the boiler

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feedwater heater"
firebox

the chamber in a steam locomotive where fuel is burned to heat water and produce steam

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "firebox"
sandbox

a container for storing sand, used to improve traction between the wheels of a train and the rails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandbox"
smokebox

a part of a steam engine where smoke and gases from burning fuel exit into the atmosphere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smokebox"
tender

a car attached to a steam locomotive to carry fuel and water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tender"
train horn

a loud device used by trains to signal their approach or presence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "train horn"
whistle

a device mounted on locomotives and some railcars that emits a loud, high-pitched sound to signal warnings or communicate with personnel and other trains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whistle"
ditch light

a bright lamp mounted on the front of a locomotive or train to illuminate the tracks ahead and improve safety during night travel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ditch light"
train wheel

a large metal disk that rotates to help a train move along tracks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "train wheel"
bogie

a set of wheels and axles used in various types of rolling stock, such as freight cars or passenger coaches

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bogie"
brakeman's caboose

the rear car of a freight train where the crew monitors operations and controls the brakes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brakeman's caboose"
gangway

a passage between rows of seats in an auditorium, aircraft, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gangway"
compartment

any of the separate sections within a passenger train carriage, typically enclosed by walls and equipped with seats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compartment"
vestibule

a small, enclosed area between train cars where passengers can move from one car to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vestibule"
coupling

the mechanism used to connect railroad cars together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coupling"
coupling rod

a rigid bar that connects the wheels of adjacent railway vehicles to synchronize their movement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coupling rod"
cut lever

a device used by railway personnel to operate the couplers between train cars

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cut lever"
pantograph

a component of an electric train that connects it to overhead wires for drawing power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pantograph"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek