pattern

Χερσαία Μεταφορά - Αστικοί Δρόμοι και Χώροι

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με αστικούς δρόμους και χώρους όπως «street», «boulevard» και «crosswalk».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
street

a public path for vehicles in a village, town, or city, usually with buildings, houses, etc. on its sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "street"
boulevard

a wide street in a town or city, typically with trees on each side or in the middle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boulevard"
bicycle boulevard

a road designed primarily for bicycles, with features that prioritize cycling over motor vehicle traffic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bicycle boulevard"
stravenue

a street or road that is designated for pedestrians rather than vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stravenue"
main drag

the main street or avenue in a town or city, often bustling with activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "main drag"
main street

the most important street with many shops and stores in a town

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "main street"
side street

a smaller road or street that intersects with a main road, often providing access to residential or commercial areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side street"
Fore Street

a main thoroughfare or primary road in a town or city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Fore Street"
superstreet

an advanced roadway design that aims to improve traffic flow and safety by reducing conflict points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superstreet"
thoroughfare

a road, street, or passage that provides a direct route or passage for vehicles, pedestrians, or both

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thoroughfare"
one-way street

a street or road where traffic is allowed to flow in only one direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "one-way street"
high street

the most important street with a lot of shops and businesses in a town

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high street"
off-street

not on a public street; typically refers to parking or facilities located away from the main road

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off-street"
living street

a road designed primarily for pedestrians, where vehicles are allowed but must move slowly and yield to people on foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "living street"
expressway

a divided highway designed for high-speed traffic, typically with multiple lanes and limited access points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expressway"
cross street

a street that intersects with another street, usually at right angles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cross street"
crosswalk

a marked place where people walk across a street

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crosswalk"
pedestrian crossing

a designated area on a road where pedestrians have the right of way to cross the street safely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedestrian crossing"
crossing

a place where one is able to safely cross something, particularly a street

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crossing"
xing

a crossing or intersection of paths or roads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "xing"
sidewalk

a pathway typically made of concrete or asphalt at the side of a street for people to walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sidewalk"
traffic island

a raised or painted area in the middle of a road that separates lanes or controls traffic flow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traffic island"
access road

a road providing access to another road or to a specific place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "access road"
strip mall

a shopping center where stores and businesses are arranged in a row along a main thoroughfare

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strip mall"
beltway

a highway that encircles a city or metropolitan area, providing a route for traffic bypassing the city center

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beltway"
outer belt

a region at the edge of a city or town, typically beyond the more densely populated areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outer belt"
bypass

a road that goes round a city or town rather than going through the city center

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bypass"
arterial road

a major road or highway that carries a large volume of traffic between areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arterial road"
frontage road

a road running parallel to a main road, providing access to properties along the main road and serving as a service road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frontage road"
couplet

a pair of parallel, one-way streets that run in opposite directions to help manage traffic flow in urban areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "couplet"
business route

a section of a highway that passes through the center of a town or city, providing access to local businesses and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business route"
service road

a road close to a highway or major road that provides access to properties and allows local traffic to bypass the main road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "service road"
through road

a main road that goes through an area and connects with other main roads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "through road"
complete street

a road designed to accommodate safe and convenient use by all travelers, including pedestrians, cyclists, and motorists

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complete street"
grid plan

a type of city design where streets run at right angles to each other, forming a pattern of squares or rectangles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grid plan"
parking lot

an area in which people leave their vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parking lot"
pedestrian mall

a city or town where vehicles are not allowed, and people can walk freely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedestrian mall"
to pedestrianize

to convert an area into one where only pedestrians are allowed, typically by closing it to vehicles

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pedestrianize"
on-street

located or occurring on a public street

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on-street"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek