pattern

Χερσαία Μεταφορά - Τεκμηρίωση και Χρεώσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τεκμηρίωση και χρεώσεις, όπως «άδεια οδήγησης», «φόροι κυκλοφορίας» και «ανοιχτό σύστημα διοδίων».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
learner’s permit

a document that allows someone to practice driving under supervision before obtaining a full driver's license

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "learner’s permit"
driver's license

a document that proves we can drive a car

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driver's license"
commercial driver's license

a permit that allows individuals to legally operate large vehicles such as trucks and buses for commercial purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commercial driver's license"
driver's manual

a booklet that provides essential information and guidelines for operating a motor vehicle safely and legally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driver's manual"
owner's manual

a booklet that provides instructions and guidance for operating and maintaining a specific product or device

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "owner's manual"
warranty

a written agreement in which a manufacturer promises a customer to repair or replace a product, under certain conditions, within a specific period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "warranty"
pass

a document or permit that grants authorization, often for entry or passage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pass"
toll

a fee charged for using a bridge, road, or tunnel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toll"
tollbooth

a small booth or structure at a toll plaza where tolls are collected from drivers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tollbooth"
toll plaza

a designated area on a road or highway where vehicles must pay a fee or toll

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toll plaza"
road tax

a fee imposed by the government for owning and using a vehicle on public roads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road tax"
road pricing

a fee charged for using roads to manage traffic flow and reduce congestion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road pricing"
congestion pricing

a fee charged to vehicles for entering certain busy areas during peak times, aiming to reduce traffic congestion and improve air quality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congestion pricing"
open road tolling

a system where vehicles are charged electronically while moving through toll stations without needing to stop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open road tolling"
closed toll collection

a system where drivers pay a predetermined fee before entering a highway or bridge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "closed toll collection"
electronic toll collection

a system that automatically charges drivers for using highways or bridges through electronic means, without requiring them to stop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electronic toll collection"
cashless tolling

a system where tolls are collected electronically without accepting cash payments at toll booths

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cashless tolling"
shunpike

the practice or act of deliberately avoiding toll roads by taking alternative routes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shunpike"
fare

the amount of money we pay to travel with a bus, taxi, plane, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fare"
demurrage

a charge levied on the detention of a vessel, container, or cargo beyond the allotted time for loading or unloading at a port

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demurrage"
courtesy

given or offered free of charge as a gesture of goodwill or favor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "courtesy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek