pattern

Χερσαία Μεταφορά - Διαμονή επιβατών

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με καταλύματα επιβατών, όπως "class", "window seat" και "couchette".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
class

a group of people, services, objects, etc. categorized based on shared qualities or attributes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "class"
first class

the most luxurious seats on a plane, ship, or train

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "first class"
second class

a ategory of seating or accommodations in transportation, typically offering a standard level of comfort and service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "second class"
third class

a category of seating or accommodations in transportation, usually offering basic service and often the most economical option

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "third class"
window seat

a seat on a train, plane, bus, etc. that is placed next to a window

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "window seat"
aisle seat

a seat located beside the passage in a vehicle or theater

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aisle seat"
couchette

a secyion in a train or ship with seats that turns into sleeping berths

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "couchette"
Pullman

a type of luxurious railway carriage, often with bunks and a high-quality service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Pullman"
sleeping car

a railway carriage equipped with sleeping berths for overnight travel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeping car"
sleeper

a sleeping section or berth in a train or other means of transportation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeper"
berth

a sleeping or seating accommodation in a vehicle, typically a bed or bunk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "berth"
bunk

a narrow bed, often stacked in tiers, used in ships, trains, or other confined spaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bunk"
container

a large metal box that is used for transporting goods on ships, trains, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "container"
luggage rack

a carrier designed to hold on top of a car or luggage above the seats of a train

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luggage rack"
observation car

a train carriage designed for passengers to enjoy scenic views during their journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "observation car"
club car

a passenger car on a train that provides amenities such as a lounge, bar, or dining area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "club car"
dining car

a train section where passengers can eat during their journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dining car"
buffet car

a carriage on a train where passengers can purchase and consume food and beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buffet car"
baggage car

a railway car designated for transporting luggage and other cargo

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baggage car"
bilevel car

a type of railcar designed with two levels of seating, typically used in commuter and regional train services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bilevel car"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek