pattern

Κινηματογράφος και Θέατρο - Ηθοποιία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την υποκριτική όπως "leading lady", "extra" και "stunt man".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Cinema and Theater
actor

someone whose job involves performing in movies, plays, or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actor"
actress

a woman whose job involves performing in movies, plays, or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actress"
double

a person who substitutes for an actor in a film, typically during scenes that involves nude or dangerous scenes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "double"
ensemble cast

a group of actors who share roughly equal screen time and importance in a movie

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ensemble cast"
character actor

an actor who always plays the role of a bizarre or outlandish character rather than a main role

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "character actor"
leading man

an actor who plays the main male role in a movie or play

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leading man"
leading lady

an actress who plays the main role in a movie or play

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leading lady"
ham

an actor with an exaggerated theatrical style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ham"
lead

an actor who plays the main role in a play or movie

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lead"
supporting actor

an actor who plays a secondary character in a film or television show, often providing support or context to the main plot or protagonist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supporting actor"
voice actor

a performer who provides voices for animated films, TV shows, video games, commercials, audiobooks, and other media where speaking voices are needed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voice actor"
bit part

a minor role in a movie or play

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bit part"
stand-in

a person who replaces someone else briefly in doing their job while they are not available

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stand-in"
star

the chief actor or performer in a motion picture, play, TV or radio program, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "star"
starlet

a young and promising female actor who is coached and publicized in order to become a star

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "starlet"
tragedian

an actor who takes part in performing a role in a tragedy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tragedian"
understudy

an actor who practices the lines of another actor in order to replace them if necessary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "understudy"
walk-on

a small, non-speaking role played by an actor who appears briefly on screen, often as a background character or extra

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "walk-on"
acting coach

a professional who trains actors to improve their performance skills and technique

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acting coach"
bad guy

a character in a story or film who is portrayed as an antagonist or villain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bad guy"
cameo

a minor role that is played by a well-known actor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cameo"
co-star

a leading actor or actress who takes part in a movie, play, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "co-star"
extra

a person hired to appear in a film or television production, typically in the background of scenes to add realism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra"
good guy

a protagonist or a heroic character in a story or film who embodies positive traits and intentions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good guy"
part

the specific role given to an actor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "part"
role

the part or character that an actor plays in a movie or play

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "role"
starring role

a lead or main role played by an actor in a film or a theatrical production

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "starring role"
title role

the main character in a production whose name is also the title of the film, television show, or play

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "title role"
villain

the main bad character in a movie, story, play, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "villain"
line

the words recited by an actor in a play or movie

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "line"
cue

a few words or actions that hint another performer to say a line or do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cue"
prompt

a word or phrase that an actor says to signal another actor to begin acting or say a line

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prompt"
stage direction

a text in the script of a play, giving an instruction regarding the movement, position, etc. of actors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stage direction"
casting

the process of assigning roles and parts to actors or performers in a movie, play, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "casting"
screen test

a session of audition during which the actor is recorded in order to be assessed for a role

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "screen test"
act

a main part of a play, opera, or ballet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "act"
baddy

an evil character in fiction or a motion picture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baddy"
aside

an actor's line that is told to the audience but the other characters on the stage are not intended to hear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aside"
protagonist

the main character in a movie, novel, TV show, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protagonist"
dialogue

a written or spoken line that is spoken by a character in a play, movie, book, or other work of fiction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dialogue"
exit

an act of departure from the stage by an actor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exit"
goody

someone who is morally good, especially a character in a movie, play or book

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goody"
hero

the main male character in a story, book, movie, etc., often known for his bravery and other great qualities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hero"
heroine

the main female character in a story, book, film, etc., typically known for great qualities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heroine"
love interest

a person who is romantically or emotionally involved with another person, often a central character in a story or narrative

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "love interest"
soliloquy

a speech that a character in a dramatic play gives in the form of a monologue as a series of inner reflections spoken out loud

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soliloquy"
superhero

a fictional character with special and strange powers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superhero"
character

a role or part played by an actor, performer, voice actor, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "character"
actor's assistant

a wardrobe assistant for an actor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actor's assistant"
actor-manager

someone who manages a theater company and also acts in their plays

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actor-manager"
cast

all the actors and actresses in a movie, play, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cast"
matinee idol

a good-looking actor who is admired by women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matinee idol"
movie star

a famous actor or actress who plays the leading role in a movie

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "movie star"
player

an actor specially one who performs a role on a stage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "player"
prompter

someone who reminds actors what to say if they forget their lines on the stage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prompter"
stuntman

a person who performs dangerous or difficult actions in place of actors in movies or shows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stuntman"
stunt woman

a woman who doubles for an actor during the production of dangerous scenes in a movie

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stunt woman"
trouper

an actor or performer who is very reliable and has a lot of experience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trouper"
press agent

someone who is in charge of the advertising and publicity of a particular actor, musician, etc., providing information to a newspaper, magazine, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "press agent"
monologue

an extended speech delivered by an actor within a play or film

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monologue"
ad lib

a line that is recited in a speech or performance without prior preparation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ad lib"
characterization

the techniques used by actors to develop and portray a character, including their physicality, personality, and backstory

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "characterization"
screen actor

a performer who appears on television, film, or other visual media

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "screen actor"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek