pattern

Συμφωνία και Διαφωνία - Agreement

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με συμφωνία όπως "align", "accord" και "bargain".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Agreement and Disagreement
absolutely

used to show complete agreement

[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "absolutely"
to accede

to agree to something such as a request, proposal, demand, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accede"
to accept

to say yes to what is asked of you or offered to you

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accept"
acceptable

agreed on by most people in a society

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acceptable"
acceptably

in a manner that is satisfactory or good enough

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acceptably"
acceptance

the act of agreeing with a belief, idea, statement, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acceptance"
accord

an official agreement between two countries or groups of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accord"
a done deal

a finalized agreement

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a done deal"
affirmative

a statement or gesture indicating approval

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affirmative"
affirmative

favorable or supportive in attitude or response

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affirmative"
affirmatively

in a way that shows agreement or approval

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affirmatively"
to agree

to hold the same opinion as another person about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to agree"
agreed

having the same opinion about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agreed"
agreement

a promise, an arrangement, or a contract between two or more people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agreement"
to agree to disagree

to stop arguing with someone upon accepting the fact that both have different opinions about something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [agree] to (disagree|differ)"
to align

to agree with a group, idea, person, or organization and support it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to align"
alliance

an association between countries, organizations, political parties, etc. in order to achieve common interests

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alliance"
all right

used to show our agreement or satisfaction with something

[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "all right"
to ally

to support or side with another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ally"
arrangement

a mutual understanding or agreement established between people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrangement"
anodyne

not likely to offend people or cause disagreement or tension

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anodyne"
approbation

official approval or agreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "approbation"
approval

a formal agreement to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "approval"
to approve

to officially agree to a plan, proposal, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approve"
assent

approval of or agreement to something from someone in authority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assent"
to assent

to agree to something, such as a suggestion, request, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assent"
to associate

to make a connection between someone or something and another in the mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to associate"
at all

no degree or amount whatsoever

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at all"
at one with somebody or something

in complete agreement with someone or something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at one (with|on|about) {sb/sth}"
bargain

an agreement between two people or a group of people, based on which they do something particular for one another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bargain"
to be with someone

to support someone or agree with them

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to be with someone"
buy-in

agreement with a certain policy or change

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buy-in"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek