pattern

Συμφωνία και Διαφωνία - Αμοιβαία συμφωνία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με αμοιβαία συμφωνία όπως "commit", "echo" και "go along".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Agreement and Disagreement
to cement

to make something such as an agreement, relationship, etc. stronger

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cement"
check

used to express agreement or to say that something has been dealt with

[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "check"
to come to terms with somebody

to reach a mutual understanding, agreement, or resolution with someone

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [come] to terms with {sb}"
to commit

to be dedicated to a person, cause, policy, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
commitment

the state of being dedicated to someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commitment"
compact

an official agreement between people, countries, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compact"
to conclude

to formally reach an agreement on something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conclude"
concord

agreement and peace between people or a group of countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concord"
concordant

following an agreement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concordant"
concordat

a formal agreement, particularly one between a certain country and the Roman Catholic Church

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concordat"
to concur

to express agreement with a particular opinion, statement, action, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concur"
concurrence

the state of being in agreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concurrence"
condition

a rule or term that must be met to reach an agreement or make something possible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condition"
to confirm

to make something such as an arrangement, position, etc. more definite

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confirm"
consensual

agreed with by people in general; agreed to by the people involved

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consensual"
consensus

an agreement reached by all members of a group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consensus"
to consent

to give someone permission to do something or to agree to do it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consent"
consent

permission or approval given for something to happen or be done

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consent"
contract

an official agreement between two or more sides that states what each of them has to do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contract"
to contract

to enter or make an official arrangement with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contract"
contractual

related to agreements or arrangements that are legally binding between parties

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contractual"
contractually

in a way that is stated or agreed in a contract

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contractually"
convention

a formal agreement between countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convention"
cool

expressing approval or permission

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cool"
to countenance

to agree and not oppose to something that one generally finds unacceptable or unpleasant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to countenance"
covenant

a promise or a formal agreement, particularly one that involves regularly paying a sum of money to someone or an organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "covenant"
to covenant

to legally agree or to promise to do or give something to someone, particularly to make regular payments to a person or organization

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to covenant"
deal

an agreement between two or more parties, typically involving the exchange of goods, services, or property

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deal"
to echo

to repeat opinions or statements of another person, particularly to show support or agreement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to echo"
echo

repetition of another person's opinions or statements, particularly to show support or agreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "echo"
exactly

used to indicate that something is completely accurate or correct

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exactly"
to fall in with

to agree to something, such as an idea, suggestion, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall in with"
fine print

the important details of a contract or legal agreement that are usually printed in very small writing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fine print"
fist bump

a way of greeting, celebrating, or showing agreement by slightly hitting someone's fist with one's own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fist bump"
to fist-bump

to slightly hit someone's fist with one's own as an act of celebration, greeting, or agreement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fist-bump"
flat

complete or definite

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat"
gentleman's agreement

an agreement that is based on the mutual trust of the parties, which is of no legal value

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gentleman's agreement"
to give somebody or something the nod

to approve someone or something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [give] {sb/sth} the nod"
to go along

to express agreement or to show cooperation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go along"
to go with

to accept an offer, plan, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go with"
to go with the tide

to act or think in the same way as the majority of people in a society

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go|swim] with the tide"
great minds think alike

used to suggest that intelligent or creative individuals often come up with similar ideas or solutions, especially when faced with a particular problem or challenge

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "great minds think alike"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek