pattern

Συμφωνία και Διαφωνία - Διαφωνία και διαφωνία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με διαφωνίες και διαφωνίες όπως "vendetta", "tiff" και "stir".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Agreement and Disagreement
to stand one's ground

to keep defending one's plans or opinions despite facing opposition

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [stand|hold] {one's} ground"
stalemate

a situation where no argument can be settled or no one can win in a contest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stalemate"
to stand firm

to stick to one's opinions; to not move back

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stand firm"
stand-off

a situation in which reaching an agreement seems impossible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stand-off"
sticking point

a subject or issue over which people disagree and therefore no progress can be made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sticking point"
stir

a situation where there is excitement, annoyance, or shock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stir"
to stir up

to intentionally try to cause trouble or arguments

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stir up"
stormy

involving bitter arguments and angry feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stormy"
strife

violent disagreement between people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strife"
to struggle

to argue or compete with someone or something, particularly to get something specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to struggle"
struggle

a contest or conflict in which people try to get something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "struggle"
the moral high ground

a claim that one has moral superiority over others

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the moral high ground"
to take issue

to argue or disagree with someone over something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] issue"
to take somebody or something to the mat

to engage in a quarrel or argument with someone or something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] {sb/sth} to the mat"
tangle

a disagreement, fight, or conflict

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tangle"
to tangle with

to engage in a fight or argument with someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tangle with"
to tear apart

to separate or destroy by causing serious arguments in a country, organization, or group

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tear apart"
the gloves are off

said to mean something is done without caring if someone gets offended or upset

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the gloves [are] off"
thorny

causing problem or difficulty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thorny"
tiff

a small argument between two people who love each other or are close friends

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tiff"
troublemaker

someone with a tendency to cause difficulty, particularly by encouraging others to question those in authority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "troublemaker"
turbulence

a state of instability, disorder, or conflict

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turbulence"
turbulent

having a chaotic or unstable quality, often marked by disorder or conflict

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turbulent"
turf war

a violent fight or argument between rivals over the control of a specific area or activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turf war"
tussle

a fight, struggle, or argument, particularly to get something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tussle"
to tussle

to struggle or fight with someone, particularly to get something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tussle"
unbridgeable

(of a difference between people or their ideas) unable to be closed or made smaller because of being major

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbridgeable"
under protest

reluctantly

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "under protest"
to unlike

to show that one no longer likes an online post or comment by clicking on a specific icon

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unlike"
unpleasantness

unfriendliness or disagreements between individuals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpleasantness"
unsettled

(of a disagreement, question, etc.) not resolved yet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsettled"
unsympathetic

unwilling to support an action, idea, etc.; disagreeing with something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsympathetic"
unsympathetically

in a manner that is unkind; without compassion

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsympathetically"
uproar

a situation where there is a lot of noise caused by upset or angry people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uproar"
vendetta

a violent argument between two groups in which members of each side make attempts to murder the members of the opposing side in retaliation for things that occurred in the past

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vendetta"
to wade in

to aggressively become involved in a fight, argument, etc. without consideration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wade in"
to wade into

to engage in an argument, discussion, etc. forcefully or aggressively without consideration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wade into"
war of words

a long argument between people

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "war of words"
one's way or the highway

used to say that someone has two options, either accept what has been said or leave it be

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "{one's} way or the highway"
who says

used to express disagreement with an opinion or statement

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "who says"
with (all due) respect

used to politely express complete disagreement

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "with (all due|) respect"
to worst

to defeat someone in a contest, argument, or fight

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to worst"
to wrangle

to have a noisy and intense argument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wrangle"
wrangle

a prolonged and complicated argument or dispute, often involving a lot of discussion and disagreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrangle"
wrangling

involvement in a prolonged and complicated argument

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrangling"
yeah, right

‌used to express disagreement with or disbelief at a statement

[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yeah, right"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek