pattern

Ρήματα Χειρονακτικής Δράσης - Ρήματα για Δίνοντας Σχήμα

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στο να δίνετε σχήμα όπως "form", "curve" και "knit".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Manual Action
to shape

to give something a particular form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shape"
to form

to make something into a shape

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to form"
to contour

to shape something, emphasizing its natural curves and outlines

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contour"
to deform

to change the shape of something out of its usual shape

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deform"
to distort

to change the shape or condition of something in a way that is no longer clear or natural

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to distort"
to curve

to shape something into a bent or arched form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to curve"
to curl

to shape something into a spiral or coiled pattern

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to curl"
to loop

to wind or circle something in coils

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to loop"
to spool

to wind material onto a cylindrical device for storage or use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spool"
to coil

to wind something in a circular or spiral manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coil"
to roll up

to fold something into a tube-like shape

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to roll up"
to ball

to shape something into a rounded form by rolling or winding

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ball"
to unfold

to open or spread something out from a folded state or compact form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unfold"
to spread

to open something that is closed or folded

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spread"
to open

to unfold or spread something that was previously closed or folded

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to open"
to knit

to create clothing, fabric, etc., typically from wool or thread, using a machine or a pair of long and thin needles

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to knit"
to crochet

to create fabric or a fabric item by interlocking loops of yarn or thread using a hooked needle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crochet"
to weave

to create fabric or material by interlacing threads, yarn, or other strands in a pattern using a loom or by hand

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to weave"
to thread

to pass a thin string or material through a narrow opening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thread"
to braid

to twist two or three strands of hair in a way that forms a single intertwined piece

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to braid"
to carve

to shape or create by cutting or sculpting, often using tools or a sharp instrument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carve"
to etch

to cut or carve designs or writings on a hard surface, often using acid or a laser beam

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to etch"
to engrave

to carve or cut a design or lettering into a hard surface, such as metal or stone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to engrave"
to chisel

to carve or shape a material, typically wood or stone, by using a sharp-edged tool with a flat metal blade

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chisel"
to whittle

to carve or shape small pieces from a material, usually wood, using a knife or similar tool

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to whittle"
to mold

to shape or fashion an object by pressing, shaping, or manipulating malleable material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mold"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek