pattern

Ρήματα Χειρονακτικής Δράσης - Ρήματα για χειρισμό δοχείων

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στον χειρισμό δοχείων όπως "empty", "cram" και "lock".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Manual Action
to drain

to empty or remove liquid from a container or area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drain"
to empty

to remove the contents of a container or space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to empty"
to void

to clear a space or container of either people or its contents

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to void"
to fill

to make something full

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fill"
to replenish

to fill a place or container with something, especially after it has been used or emptied

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to replenish"
to cram

to forcefully or tightly pack a space with a large amount of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cram"
to top up

to add more liquid to someone's glass or cup

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to top up"
to brim

to fill something, such as a container or space, to the very top or edge

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brim"
to open

to move something like a window or door into a position that people, things, etc. can pass through or use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to open"
to close

to move something like a window or door into a position that people or things cannot pass through

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to close"
to lock

to secure something with a lock or seal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lock"
to unlock

to use a key, code, or other method to open a lock or seal, allowing access to something that was secured

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unlock"
to seal

to close or secure something tightly to prevent access

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to seal"
to shut

to close something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shut"
to block

to stop the flow or movement of something through somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to block"
to clog

to make it so that nothing can move through something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clog"
to plug

to tightly fill or block a hole with something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plug"
to obstruct

to prevent something or someone from moving forward or progressing smoothly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to obstruct"
to stuff

to fill a space or container tightly and completely with a material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stuff"
to bag

to put something into a bag for carrying or storage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bag"
to pocket

to put something, typically small or portable, into one's pocket

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pocket"
to pack

to put clothes and other things needed for travel into a bag, suitcase, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pack"
to box

to put something into a box, typically for storage, transportation, or organization

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to box"
to package

to pack something in order to sell or transport it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to package"
to pack up

to put things into containers or bags in order to transport or store them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pack up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek