pattern

Ρήματα Χειρονακτικής Δράσης - Ρήματα για χρήση πίεσης και δύναμης

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στη χρήση πίεσης και δύναμης όπως "squeeze", "knead" και "crush".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Manual Action
to squeeze

to apply pressure with a compressing or constricting motion, typically using the hands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squeeze"
to wring

to extract or remove liquid from something by twisting, squeezing, or compressing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wring"
to compress

to reduce the volume or size of something by applying pressure, squeezing, or condensing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compress"
to compact

to make something smaller and more condensed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compact"
to press

to push a thing tightly against something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to press"
to condense

to make more dense or compact

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to condense"
to crimp

to create small folds or ridges in something by pinching or pressing it together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crimp"
to wad

to compress or form into a lump or thick mass, often by tightly squeezing or rolling

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wad"
to scrunch

to squeeze or crunch something into a compact shape or form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scrunch"
to squash

to press or squeeze something with force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squash"
to crush

to forcibly push something against a surface until it breaks or is damaged or disfigured

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crush"
to grind

to crush something into small particles by rubbing or pressing it against a hard surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grind"
to mill

to grind or crush something, especially grains or other materials, using a mechanical device or equipment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mill"
to knead

to form and press dough or wet clay with the hands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to knead"
to mash

to crush food into a soft mass

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mash"
to jam

to forcibly push or cram something into a tight or confined space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jam"
to force

to squeeze or push something into a tight or confined space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to force"
to ram

to forcefully push for something to be accepted or approved, often using strong actions to overcome resistance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ram"
to wedge

to forcefully fit or insert something into a tight space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wedge"
to squeeze in

to manage to find or create a small amount of space or time for someone or something, often with difficulty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squeeze in"
to shoehorn

to force something into a tight or confined space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shoehorn"
to bang

to hit or place something with considerable force, often resulting in a loud noise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bang"
to rap

to hit sharply, often with a quick and forceful motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rap"
to slam

to hit or strike with great force, often making a loud noise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slam"
to swat

to hit with a swift and forceful motion, often with a swinging action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swat"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek