pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Κοινωνία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την κοινωνία, όπως «πολίτης», «βαθμός», «συνομήλικος» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
citizen

someone whose right of belonging to a particular state is legally recognized either because they are born there or are naturalized

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "citizen"
class

a group of people having the same economic or social status in a particular society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "class"
diversity

the practice of involving many people from different cultures, social backgrounds, sexual orientations, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diversity"
ethnic

relating to a group of people with shared culture, tradition, history, language, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ethnic"
middle class

the social class between the upper and lower classes that includes professional and business people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle class"
minority

a small group of people who differ in race, religion, etc. and are often mistreated by the society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minority"
monarch

a person who has the power to rule over a kingdom or empire, especially someone who inherits this power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monarch"
racism

the unjust or violent behavior toward people because their race is different form one's own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "racism"
rank

the position that a person has in a society or organization in relation to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rank"
sociology

the scientific study of human society, its nature, structure, and development, as well as social behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sociology"
lower class

the social class consisting of people with the lowest position in society and the least money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lower class"
anthropology

the study of the origins and developments of the human race and its societies and cultures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anthropology"
citizenship

the legal status of being a member of a certain country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "citizenship"
civic

officially relating to or connected with a city or town

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civic"
demographic

the statistical characteristics of a population, such as age, gender, and ethnicity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demographic"
peer

a person of the same age, social status, or capability as another specified individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peer"
senior citizen

an old person, especially someone who is retired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior citizen"
inferior

lower in rank or status in comparison with someone or something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inferior"
superior

higher in status or rank in comparison with someone or something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superior"
generation

people born and living at approximately the same period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generation"
race

each of the main groups into which humans can be divided based on their physical attributes such as the color of their skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "race"
upper class

a social group made up of people who hold the highest social position and are usually quite wealthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upper class"
working class

a social class that consists of people with low incomes who do manual or industrial work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "working class"
bigot

a person who holds strong opinions about race, religion or politics and is intolerable of differing views

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bigot"
elite

a small group of people in a society who enjoy a lot of advantages because of their economic, intellectual, etc. superiority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elite"
feminism

the movement that supports equal treatment of men and women and believes women should have the same rights and opportunities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feminism"
human right

one of a series of rights that every human being must have

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "human right"
majority

the larger part or number of a given set or group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "majority"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek